Το δικαίωμα των εκπαιδευτικών να τοποθετούνται δημόσια
Άρθρο του Δρ. Αχιλλέως Κ. Αιμιλιανίδη που δημοσιεύτηκε στο portal νομικής ενημέρωσης dikaiosyni.com
Διάβασα σήμερα είδηση σύμφωνα με την οποία το Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας (ΥΠΠΑΝ) απαγορεύει δηλώσεις από πλευράς εκπαιδευτικών στα ΜΜΕ, εάν δεν προηγηθεί γραπτή ενημέρωση και εξασφάλιση σχετικής έγκρισης από τον Γενικό Διευθυντή ΥΠΠΑΝ, μέσω του οικείου Πρώτου Λειτουργού Εκπαιδευτικής και του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης. Περαιτέρω, το ΥΠΠΑΝ επιτρέπει στους εκπαιδευτικούς να παρουσιάσουν το έργο και τις δράσεις του σχολείου τους μόνο εφόσον προηγηθεί η εξασφάλιση σχετικής συγκατάθεσης από τον Γενικό Διευθυντή του ΥΠΠΑΝ.
Επειδή παρόμοιες απαγορεύσεις επανέρχονται με διάφορες μορφές, είναι σκόπιμο να υπενθυμιστεί το θεσμικό πλαίσιο. Είναι καλά γνωστό και έχει επανειλημμένα κριθεί από το ΕΔΔΑ ότι το Άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, που ενσωματώνεται στο άρθρο 19 του κυπριακού Συντάγματος, κατοχυρώνει την εφαρμογή του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης και λόγου στον χώρο της εργασίας και ότι οι δημόσιοι λειτουργοί, περιλαμβανομένων και των εκπαιδευτικών, απολαμβάνουν το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης (βλ. ενδεικτικά Vogt, § 53; Wille κατά Λιχτενστάιν [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 28396/95, § 41, ΕΔΔΑ 1999-VII; Ahmed και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 2 Σεπτεμβρίου 1998, § 56, Εκθέσεις 1998-VI; Fuentes Bobo κατά Ισπανίας, αρ. 39293/98, § 38, 29 Φεβρουαρίου 2000; και Guja κατά Μολδαβίας [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 14277/04, § 52, 12 Φεβρουαρίου 2008).
Μοναδικό θεμιτό περιορισμό αποτελεί η εκ μέρους των δημοσίων λειτουργών διάδοση πληροφοριών που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο της εργασίας τους, δεδομένου ότι δεν υπάρχει βέβαια πλήρης απαγόρευση, αλλά θα πρέπει να εξετάζεται κατά πόσο η διάδοση πληροφοριών για θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος ενδέχεται να παραβιάζει το καθήκον πίστης αν αυτές οι πληροφορίες αποκτήθηκαν κατά την άσκηση της εργασίας των υπαλλήλων. Ως τονίστηκε σε σειρά αποφάσεων (βλ. μεταξύ άλλων θεμελιωδών αποφάσεων, Jersild κατά Δανίας, της 23 Σεπτεμβρίου 1994, § 31, Συλλογή A αρ. 298; Hertel κατά Ελβετίας, 25 Αυγούστου 1998, § 46, Reports of Judgments and Decisions, 1998-VI; και Steel και Morris κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αρ. 68416/01, § 87, ΕΔΔΑ 2005‑II) η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί ένα από τα βασικά θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας και έναν από τους βασικούς όρους για την πρόοδό της και την αυτοπραγμάτωση κάθε ατόμου.
Το ζήτημα έτυχε εξέτασης από το Γραφείο της Επιτρόπου Διοικήσεως στην έκθεση ημερ. 20/1/2010 σε παράπονο που προερχόταν από αποσπασμένη εκπαιδευτικό στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Στην Έκθεση αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η προστατευτική εμβέλεια του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης εκτείνεται και στους δημόσιους λειτουργούς. Σε σχέση με πληροφορίες που αποκτούν στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, οι όποιοι περιορισμοί πρέπει να εξετάζονται υπό το φως των καθηκόντων πίστης, ουδετερότητας και αμεροληψίας, με τήρηση της αρχής ότι η παρέμβαση στη μελλοντική εκδήλωση επικριτικών δηλώσεων ή απόψεων από λειτουργούς του δημοσίου δεν μπορεί, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, να αποθαρρύνει τους δημόσιους λειτουργούς από την έκφραση γνώμης και άποψης εξαιτίας της προοπτικής επιβολής κυρώσεων. Τονίστηκε ότι το ΕΔΔΑ έχει επισημάνει το ενδεχόμενο να πληγεί η κοινωνία από δυσανάλογες κυρώσεις που αποθαρρύνουν τους δημόσιους λειτουργούς από τη συμμετοχή στο δημόσιο διάλογο. Κρίσιμος παράγοντας επομένως για οποιοδήποτε περιοριστικό μέτρο είναι κατά πόσο οι ενέργειες του δημόσιου λειτουργού επηρεάζουν την εκτέλεση των καθηκόντων του κατά τρόπο ώστε ο περιορισμός να είναι απολύτως αναγκαίος.
Μετά από την σύσταση της Επιτρόπου Διοικήσεως τροποποιήθηκε το άρθρο 51 του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου 10/1969 με το ν. 21(Ι)/2010 κατά τρόπο ώστε να αναγράφεται ότι: τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ άρθρου 55, oι εκπαιδευτικoί λειτoυργoί είvαι ελεύθερoι vα εκφράζoυv είτε κατ’ ιδίαv είτε δημόσια με oμιλίες, διαλέξεις, αvακoιvώσεις, μελέτες ή άρθρα τη γvώμη τoυς πάvω σε ζητήματα πoυ αvάγovται στηv επιστήμη, τηv τέχvη και τη θρησκεία ή πάvω σε ζητήματα γεvικoύ εvδιαφέρovτoς. Καvέvας εκπαιδευτικός λειτoυργός δεv επιτρέπεται vα πληρωθεί για oπoιαδήπoτε δημoσίευση ή εκπoμπή χωρίς τηv άδεια της αρμόδιας αρχής. Το άρθρο 55 του Νόμου αναφέρει ότι επίσημες πληροφορίες ή έγγραφα που περιήλθαν σε γνώση του εκπαιδευτικού λειτουργού κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, είναι εμπιστευτική και απαγορεύεται να κοινοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο, εκτός για τη δέουσα εκτέλεση υπηρεσιακού καθήκοντος ή κατόπιν ρητής εντολής της αρμόδιας αρχής.
Συνεπώς και προς άρση κάθε ασάφειας, το ΥΠΠΑΝ δεν δύναται να απαγορεύσει δηλώσεις εκπαιδευτικών, παρεκτός αν οι δηλώσεις αυτές αφορούν σε επίσημες πληροφορίες ή έγγραφα που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Είναι μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις που νοείται να προηγηθεί η λήψη σχετικής συγκατάθεσης από το ΥΠΠΑΝ. Το θέμα μάλιστα της προηγούμενης άδειας σε αυτές τις περιπτώσεις εξετάστηκε και στην έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως ημερ. 24.6.2015, η οποία αφορούσε και το άρθρο 62 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1/90, το οποίο περιλαμβάνει και αναφορά, στο εδάφιο (2) ότι: οι δημόσιoι υπάλληλoι δεv μπoρoύv vα δημoσιεύoυv ή vα μεταδίδoυv από τηv τηλεόραση, τo ραδιόφωvo ή άλλo μέσo oπoιαδήπoτε ύλη η oπoία αvαφέρεται στηv άσκηση τωv καθηκόvτωv τoυς χωρίς τηv πρoηγoύμεvη άδεια της αρμόδιας αρχής. Η υπόθεση αφορούσε και πάλι στο ΥΠΠΑΝ και σε πειθαρχική διαδικασία που προωθήθηκε κατά λειτουργού των πολιτιστικών υπηρεσιών για άρθρο που δημοσίευσε στον ημερήσιο τύπο (αναγκαία αποκάλυψη: το γραφείο μου είχε χειριστεί τη συγκεκριμένη υπόθεση).
Η Επίτροπος Διοικήσεως τόνισε πως το ΥΠΠΑΝ είχε επηρεάσει αδικαιολόγητα το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης των δημόσιων λειτουργών και κατά συνέπεια η εξάρτηση της άσκησης του δικαιώματος από προηγούμενη άδεια του ΥΠΠΑΝ συνιστούσε ανεπίτρεπτο περιορισμό του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης. Μάλιστα το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, αλλά και η νομική υπηρεσία με γνωμάτευσή της ημερ. 22.2.2017, εισηγήθηκαν ότι το συγκεκριμένο άρθρο δεν χρήζει τροποποίησης, διότι έχει περιορισμένη εμβέλεια και συγκεκριμένα δεν εμποδίζει τους δημόσιους υπαλλήλους να εκφράσουν ελεύθερα την άποψή τους για θέματα που σχετίζονται ακόμη και με τα καθήκοντά τους, παρά μόνο τους εμποδίζει να δημοσιεύουν επίσημα έγγραφα/ στοιχεία/ πληροφορίες που έρχονται στην κατοχή τους ή σε γνώση τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Στη βάση των ανωτέρω, οποιαδήποτε προσπάθεια να περιοριστεί η έκφραση λόγου των εκπαιδευτικών σε δυσανάλογο βαθμό ή και να επιβληθούν κυρώσεις, σαφώς και δεν είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, αλλά αντίθετα λειτουργεί αποθαρρυντικά για τη συμμετοχή των εκπαιδευτικών λειτουργών στο δημόσιο διάλογο, η οποία κατοχυρώνεται από το συνταγματικό δικαίωμα στην ελευθερία στην έκφραση.