Ο Δικηγορικός Σύλλογος Λευκωσίας και η γλώσσα των δικαστηρίων
Πρόσφατα ανακάλυψα δύο επιστολές που είχαν αποσταλεί από τον Δικηγορικό Σύλλογο Λευκωσίας στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και οι οποίες θεωρώ ότι παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τόσο ως προς τις αγωνίες των δικηγόρων της Λευκωσίας για την χρήση της ελληνικής γλώσσας στα δικαστήρια, όσο και για τον παρεμβατικό ρόλο που ανέκαθεν είχε ο επίσημος φορέας των δικηγόρων της Λευκωσίας ως εκφραστής του δικηγορικού κόσμου και ως φορέας απευθείας επικοινωνίας με το Ανώτατο Δικαστήριο και την κυβέρνηση, ανεξαρτήτως του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου. Οι επιστολές δημοσιεύονται για πρώτη φορά εδώ.
Η μεταβατική διάταξη του άρθρου 189 του Συντάγματος προέβλεπε ότι για χρονική περίοδο πέντε ετών από την ημερομηνία έναρξης του Συντάγματος θα ήταν δυνατή η χρήση της αγγλικής σε κάθε δικαστηριακή διαδικασία, καθώς και σε όσους νόμους είχαν ψηφιστεί επί Αγγλοκρατίας. Επειδή εκ των πραγμάτων κατέστη αδύνατη η μετάφραση όλων των νόμων από τα αγγλικά, ψηφίστηκε ο περί Νόμων και Δικαστηρίων (Κείμενο και Διαδικασία) Νόμος 51/65, με τον οποίο δόθηκε η ευχέρεια χρήσης της αγγλικής γλώσσας στις δικαστηριακές διαδικασίες μέχρι τη ψήφιση νέου νόμου που να επιλύσει οριστικά το θέμα.
Η πρώτη επιστολή αποστάλθηκε τον Μάιο του 1970 και υπογράφεται από τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και τον Γραμματέα του Δ.Σ. Λευκωσίας. Απευθύνεται προς τον Πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστηρίου (τότε ήταν ο Γεώργιος Βασιλειάδης) και με αυτή ζητείται η άμεση καθιέρωση της ελληνικής ως δικαστηριακής γλώσσας σε αντικατάσταση της αγγλικής.
Λευκωσία, τη 20η Μάϊου, 1970.
Έντιμον Πρόεδρον
ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
ΑΝΩΤΑΤΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ
ΛΕΥΚΩΣΙΑΝ
Έντιμε κ. Πρόεδρε,
Το Διοικητικόν Συμβούλιον του Δικηγορικού Συλλόγου Λευκωσίας θεωρεί καθήκον του να υποβάλη προς το Ανώτατον Δικαστήριον, θεματοφύλακα του Συντάγματος, την επείγουσαν εισήγησιν όπως τερματισθή η τήρησις πρακτικών, έκδοσις και δημοσίευσις των αποφάσεων των Δικαστηρίων εις την Αγγλικήν γλώσσαν και καθιερωθή η ρήσις της Ελληνικής εθνικής γλώσσας του Κυπριακού Λαού,
2.Η εισήγησις μας αυτή ανταποκρίνεται εις την αξίωσιν του Κυπριακού Λαού όστις μετά θλίψεως βλέπει την περιφρόνησις της ελληνικής και εις τα δικαστήρια μετά την παρέλευσιν ολόκληρου δεκαετίας από της ανακηρύξεως της Δημοκρατίας της Κύπρου και της συνταγματικής καθιερώσεως της Ελληνικής γλώσσης.
3. Επιπλέον η συνέχισις της τακτικής ταύτης θέτει εις ήσσονα θέσιν την τεράστιαν πλειονότητα των νέων δικηγόρων οίτινες, μετά την άρσιν των περιορισμών της αποικιοκρατίας εσπούδασαν εν Ελλάδι και είναι απόφοιτοι των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Οι νέοι ούτοι θεμιστοπόλοι δεν είναι γνώσται της Αγγλικής και των νομικών αγγλικών όρων και έχουν την νόμιμον αξίωσιν όπως η τήρησις πρακτικών δικών προς επίλυσιν διαφορών μεταξύ ελλήνων διαδίκων ακροαματικής διαδικασίας εις την ελληνικήν, διεξαγόμενη ενώπιον ελλήνων δικαστών, γίνεται εις την ελληνικήν.
4. Αι σπάνιαι εξαιρέσεις δύο ή τριών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου εις την ελληνικήν, οσάκις ο προσφεύγων η εφεσείων παρουσιάσθη αυτοπροσώπως και ωρισμέναι αποφάσεις του Προέδρου του Δικαστηρίου Λευκωσίας, κ. Λοΐζου, εις την ελληνικήν, δεικνύουν ότι ουδεμία δυσκολία υφίσταται εις την πλήρη καθιέρωσιν της ελληνικής εφ’ όσον μάλιστα υφίστανται σήμερον όλαι αι δυνατότητες ελλήνων στενογράφων καταργουμένης της μεθόδου της μεταφράσεως μαρτυριών χάριν μόνον της στενογράφου υπό του ιδίου του δικαστού.
5. Eάν το αξίωμα “ουδενί έξεστι άγνοια νόμου,” αποτελή θεμελιώδη αρχήν δικαίου ταυτοχρόνως είναι ανθρώπινον δικαίωμα όπως ο διάδικος όσον και ο συνήγορος δύναται ν’ αναγνώση τα πρακτικά της δίκης του και την απόφασιν του Δικαστηρίου εις γλώσσαν κατανοητήν εις αυτούς, ήτις επιπλέον είναι τόσον η επίσημος γλώσσα της Κυπριακής Δημοκρατίας και η εθνική γλώσσα του Κυπριακού Λαού.
6. Εάν δε υπήρχε μέχρι πρό τινων ετών έστω και σκιώδης δικαιολογία χρήσεως της αγγλικής λόγω παρουσία αλλοδαπού προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η σημερινή σύνθεσις τόσον του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσον και των Επαρχιακών, εξ Ελλήνων δικαστών επιβάλλει την άμεσιν καθιέρωσιν της Ελληνικής γλώσσης.
Μετά της παρακλήσεως όπως έχωμεν συντόμως της απάντησίν σας.
Διατελούμεν μετά τιμής
Δρ. ΑΧΙΛΛΕΥΣ Κ. ΑΙΜΙΛΙΑΝΙΔΗΣ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ Κ. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ
ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ
Ο Πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου συμφώνησε με το αίτημα των δικηγόρων της Λευκωσίας, πλην όμως η κυβέρνηση δεν προώθησε νομοθεσία προς εφαρμογή της συνταγματικής πρόβλεψης για χρήση της ελληνικής γλώσσας στα δικαστήρια. Η δεύτερη επιστολή στάλθηκε στις 12.2.1973 προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου και σε αυτή αναφέρεται πως αποστέλλεται με τη συγκατάθεση και του Προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου (πλέον ο Μιχαλάκης Τριανταφυλλίδης). Με αυτή ζητείται η ακύρωση προκήρυξης προς συμπλήρωση θέσης στενογράφου δικαστηρίων λόγω του καθορισμού της αγγλικής γλώσσας ως απαιτούμενου προσόντος.
Λευκωσία, τη 12η Φεβρουαρίου, 1973
Προς την Α.Μ τον ΠΡΟΕΔΡΟΝ
και τα Εντ. Μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου
ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΜΕΓΑΡΟΝ
Λευκωσίαν
Μακαριώτατε Πρόεδρε, και
Έντιμοι Υπουργοί,
Εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Λευκωσίας, έχομεν την τιμήν να ζητήσωμεν την ακύρωσιν της προκηρύξεως προς συμπλήρωσιν θέσεως Στενογράφου Δικαστηρίων, αρ. 127 δημοσιευθείσα εις την Επίσημον Εφημερίδα της 16.1.1973, σελ. 53.
Οι λόγοι δι’ ους ζητείται η ακύρωσις είναι οι ακόλουθοι:-
1.Ως απαιτούμενον προσόν είναι η γνώσις της Αγγλικής γλώσσης.
2. Εκ τούτου καταφαίνεται ότι παρ’ όλας τας επιμόνους αξιώσεις του Δικηγορικού Σώματος και τας επισήμους δηλώσεις της Α.Μ του Προέδρου της Δημοκρατίας προς ελληνοποίησιν της Διοικήσεως, η Εισαγωγή της Ελληνικής Γλώσσης εις τα Δικαστήρια παρελκύεται και πάλιν.
3. Τούτο αποτελεί πλήγμα κατά της Ελληνικής μας αξιοπρέπειας διότι θα συνεχίσει το αποικιοκρατικόν σύστημα της τηρήσεως πρακτικών εις την Αγγλικήν και θα ευρίσκωνται οι απόφοιτοι των Ελληνικών Πανεπιστημίων εις μειονεκτικήν θέσιν.
4. Ως πληροφορούμεθα τόσον οι έντιμοι Υπουργοί Δικαιοσύνης, κ. Χρ. Βάκης και ο πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης, και νυν Υπουργός Εσωτερικών κ. Γ. Ιωαννίδης απολύτως συμφωνούν προς την άμεσον εισαγωγήν της Ελληνικής γλώσσης και την τήρησιν των πρακτικών εις την Ελληνικήν,
5. Είναι ανεπίτρεπτον να χρησιμοποιήται άλλη παρά τη Ελληνική γλώσσα εις την Δικαιοσύνην εν αγνοία του Έλληνος διαδίκου και εν πολλαίς περιπτώσεις και των δικηγόρων.
Παρακαλείσθε όπως θεωρήσητε τούτο ως επειγούσης φύσεως. Η διαμαρτυρία υποβάλλεται εν πλήρει γνώσει και τη συγκαταθέσει και του Εντ. Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Μετά πάσης τιμής
Δρ. ΑΧΙΛΛΕΥΣ Κ. ΑΙΜΙΛΙΑΝΙΔΗΣ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Τελικά, ο ν. 51/65 καταργήθηκε μόλις το 1988 με την ψήφιση του περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμου 67/88, ο οποίος καθόρισε ότι η γλώσσα της δικαστηριακής διαδικασίας επιβάλλεται να είναι μια από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας.