Ο Περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Επιχειρηματικές Συμβάσεις που Συνάπτονται από Πολύ Μικρές Επιχειρήσεις Νόμος του 2019 (ο Νόμος)
Με την πρόταση για την θέσπιση του Νόμου επιδιωκόταν η προστασία των πολύ μικρών επιχειρήσεων από τις καταχρηστικές ρήτρες κατά ανάλογο τρόπο που προστατεύονται τα φυσικά πρόσωπα με τον Ν.93(Ι)/1996, ο οποίος μετέφερε στο κυπριακό δίκαιο την Ευρωπαϊκή Οδηγία 93/13/ΕΟΚ.
Τα άρθρα 3, 5, 6 και 7 της εν λόγω πρότασης Νόμου κρίθηκαν ως αντισυνταγματικά με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην αναφορά αρ. 3/2019 και για τον λόγο αυτό ο Νόμος δημοσιεύτηκε την 12/06/2020 δίχως να περιλαμβάνει τα άρθρα αυτά, αφήνοντας ίσως κάποια σημεία κενά.
Από το κείμενο του Νόμου, φαίνεται ότι στο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής εμπίπτουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις ως ορίζονται στο άρθρο 2, ήτοι οι επιχειρήσεις οι οποίες κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού τους δεν υπερβαίνουν τα όρια τουλάχιστον των δύο από τα ακόλουθα τρία κριτήρια: α) σύνολο ενεργητικού (περιουσιακών στοιχείων): επτακόσιες χιλιάδες ευρώ (€700.000), β) καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: ένα εκατομμύριο ευρώ (€1.000.000), γ) μέσος όρος απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της περιόδου: τρία (3) άτομα∙
Συνοπτικά, βάσει του άρθρου 8 εν λόγω Νόμου, το γεγονός ότι αναφέρεται δίκαιο τρίτης χώρας (εκτός ΕΕ) ως εφαρμοστέο δίκαιο στην σύμβαση, δεν αποκλείει την εφαρμογή του Νόμου, νοουμένου ότι η ρήτρα αυτή, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή δικαίου κατώτερης προστασίας από την προστασία που παρέχεται με τον Νόμο και/ή κατά τη σύναψη της σύμβασης η πολύ μικρή επιχείρηση είχε έδρα είτε τη Δημοκρατία είτε κράτος μέλος της ΕΕ και τα αναγκαία μέτρα για τη σύναψη ή την εκπλήρωση της σύμβασης είχαν ληφθεί στη Δημοκρατία είτε σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ από την πολύ μικρή επιχείρηση ή από άλλους για λογαριασμό της πολύ μικρής επιχείρησης.
Περαιτέρω, το άρθρο 9 δίνει στο Δικαστήριο την δυνατότητα να εξετάσει κατόπιν αίτησης αν οποιαδήποτε ρήτρα είναι καταχρηστική και έχει εξουσία, τηρουμένων των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, των περί Δικαστηρίων Νόμων και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, να εκδώσει απαγορευτικό διάταγμα, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, με το οποίο να διατάσσει (α) την άμεση παύση και/ή τη μη επανάληψη της χρησιμοποίησης της περί ης η αίτηση καταχρηστικής ρήτρας, και/ή (β) την εντός ορισμένης προθεσμίας λήψη τέτοιων διορθωτικών, κατά την κρίση του δικαστηρίου, μέτρων προς άρση της παράνομης κατάστασης που δημιούργησε η χρησιμοποίηση της περί ης η αίτηση καταχρηστικής ρήτρας, και/ή (γ) τη δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου ή τη δημοσίευση επανορθωτικής ανακοίνωσης, με σκοπό την εξάλειψη των τυχόν συνεχιζόμενων επιπτώσεων της χρησιμοποίησης της περί ης η αίτηση καταχρηστικής ρήτρας, και/ή (δ) οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή μέτρο κρίνεται αναγκαίο ή εύλογο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.
Ο Νόμος αυτός θα τεθεί σε εφαρμογή σε 4 μήνες από την 12/06/2020 και προβλέπεται να αποτελέσει έναυσμα για ισχυρισμούς και από νομικά πρόσωπα για την ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτουν.
Παρατηρείται ωστόσο, ότι ο εν λόγω Νόμος δεν περιλαμβάνει πρόνοια προς οριοθέτηση του αντικειμενικού πεδίου εφαρμογής, εν αντιθέσει με τον αντίστοιχό για φυσικά πρόσωπα Νόμο 93(Ι)/1996 που εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του τις ρήτρες που αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης και τις ρήτρες που αφορούν το κύριο αντικείμενο της σύμβασης ή την παροχή και την αντιπαροχή (τιμή κ.τ.λ.). Το γεγονός αυτό δυνατό να γεννήσει ισχυρισμούς από πολύ μικρές επιχειρήσεις ακόμα και σε περιπτώσεις που ρήτρες αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης ή αφορούν το κύριο αντικείμενο ή την παροχή/αντιπαροχή, νοουμένου βεβαίως ότι δεν περιλαμβάνονται στις συμβάσεις που ρητώς εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του Νόμου βάσει του άρθρου 4.
Περαιτέρω, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Νόμος, όπως δημοσιεύτηκε, δεν κάνει οποιαδήποτε αναφορά στα συστατικά στοιχεία μιας καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας και, το σημαντικότερο, δεν προνοεί τις συνέπειες μιας καταχρηστικής ρήτρας με ότι συνεπάγεται αυτό για την επίκληση και εφαρμογή του Νόμου.
Είναι γεγονός ότι, όπως αναφέρεται και στο προοίμιο του Νόμου, η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ είναι ελάχιστης εναρμόνισης, γεγονός που επιτρέπει στα Κράτη Μέλη να επεκτείνουν ή και να θεσπίσουν αυστηρότερες διατάξεις. Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτό που η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ έχει θέσει είναι ο κατώτατος παρονομαστής και αν αυτό που επιδιώκεται με τον δημοσιευμένο Νόμο είναι η επέκταση της προστασίας της σε πολύ μικρές επιχειρήσεις, δημιουργούνται εύλογες απορίες αν όντως ο σκοπός έχει επιτευχθεί ουσιαστικά.