Ελευθερία έκφρασης και παραπληροφόρηση: Η περίπτωση των Ellinika Hoaxes
Άρθρο του Δρ. Αχιλλέως Κ. Αιμιλιανίδη που δημοσιεύτηκε στο syntagmawatch.gr
Το διαδίκτυο και τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης έχουν ευνοήσει την ταχεία και χωρίς όρια διάδοση θεωριών συνωμοσίας, ψευδών ειδήσεων (fake news) και παραπληροφόρησης, με τρόπο πιο μαζικό και αποτελεσματικό από την εποχή που αυτές διαδίδονταν μέσω των καφενείων. Η προσπάθεια για αντιμετώπιση των fake news έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια στην αναζήτηση νέων μεθόδων ελέγχου από πλευράς των ίδιων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και των ειδησεογραφικών οργανισμών, η οποία γνώρισε ιδιαίτερη απήχηση όταν το twitter, αλλά και ειδησεογραφικά δίκτυα χαρακτήρισαν ως ψευδείς, αναρτήσεις, αλλά και ομιλία του Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ.
Το Facebook έχει επίσης εγκαθιδρύσει ένα πρόγραμμα καταπολέμησης της διάδοσης ψευδών ειδήσεων στην πλατφόρμα του. Για την υλοποίηση του προγράμματος συνεργάζεται με διάφορους συνεργάτες και από τον Μάιο του 2019 συνεργάζεται στην Ελλάδα με τα Ellinika Hoaxes. Αν το υλικό κριθεί ως ψευδές τότε περιορίζεται η διανομή του από το Facebook και συνοδεύεται από σχετικά άρθρα από τους οργανισμούς διασταύρωσης ειδήσεων. Το ίδιο το Ellinika Hoaxes αναφέρει πως δίνει προτεραιότητα στην παραπληροφόρηση που έχει τη μεγαλύτερη δυνατότητα να προκαλέσει ζημιά ή να παραπληροφορήσει μεγάλες ομάδες πληθυσμού.
Η ιδέα διαφοροποιείται από άλλες παρόμοιες μεθόδους με την έννοια ότι ασκείται μια μορφής, ιδιωτική πάντως, «λογοκρισία» επί του περιεχομένου ειδήσεων ή και έκφρασης (ακόμα και επιστημονικής) γνώμης, η οποία λόγω της εμβέλειας του μέσου κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και της «πιστοποίησης ως ψευδούς» μιας είδησης από ένα «ανεξάρτητο ελεγκτή ειδήσεων», έχει ξεχωριστή βαρύτητα. Το ευρύ κοινό δεν ενημερώνεται πλέον απλώς από διαφορετικούς εκφραστές της αλήθειας, αλλά ενημερώνεται από φορείς που εν μέρει αυτοχαρακτηρίζονται και εν μέρει ετεροχαρακτηρίζονται ως αντικειμενικοί ελεγκτές της αλήθειας της είδησης, κατά τρόπο μάλιστα πειστικότερο συγκριτικά με την κυβερνητική έκφραση άποψης, εφόσον η άσκηση της έκφρασης περί αλήθειας προέρχεται από ένα εξωτερικό τρίτο. Συνδέεται εξάλλου με την γενικότερη πρόθεση για νομοθετική ποινικοποίηση των fake news, της οποίας ελεγκτές ειδήσεων όπως τα Ellinika Hoaxes αποτελούν πρόδρομο.
Τα Ellinika Hoaxes πράγματι είχαν ιδιαίτερη επιτυχία αναφορικά με ειδήσεις που είναι όντως hoaxes, περιλαμβανομένης συνωμοσιολογίας, ψεύτικων ρητών και ψευδοεπιστήμης. Όπως συμβαίνει βέβαια τις περισσότερες φορές, το πρόβλημα δημιουργείται όταν η άσκηση ελέγχου παύει να αφορά τις προφανείς ψευδείς ειδήσεις και εισέρχεται στο πεδίο της ιδεολογίας, της επιστημονικής ελευθερίας και των αντικρουόμενων επιστημονικών απόψεων.
Το παράδειγμα του άρθρου ‘Fact Check. Έχει το Ελληνικό κράτος επίσημη θρησκεία;’
Θα χρησιμοποιήσω ένα πρόσφατο παράδειγμα που αφορά έντονα στο συνταγματικό δίκαιο. Στις 16.10.2020 αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα Ellinika Hoaxes από τη συντάκτη του Σπυριδούλα Μάρκου, στην κατηγορία παραπληροφόρηση, άρθρο με τίτλο ‘Fact Check. Έχει το Ελληνικό κράτος επίσημη θρησκεία;’. Το άρθρο είναι διαθέσιμο στον σύνδεσμο: (https://www.ellinikahoaxes.gr/2020/10/16/greece-orhodox-state-religion-debunked/) και κατά συνέπεια δεν συντρέχει λόγος αναπαραγωγής του. Σε αυτό αναφέρεται ότι η δήλωση πως η χριστιανική είναι η επίσημη θρησκεία της Ελλάδας συνιστά παραπληροφόρηση και ότι το άρθρο 3 του Συντάγματος και η αναφορά σε επικρατούσα θρησκεία έχει αποκλειστικά διαπιστωτικό χαρακτήρα και απλώς αναφέρει ότι η πλειονότητα των Ελλήνων είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Καταλήγει μάλιστα αναφέροντας ότι «επίσημη ή κρατική θρησκεία δεν έχουν τα εκκοσμικευμένα κράτη, όπως είναι το ελληνικό, αλλά τα θεοκρατικά».
Προφανώς βέβαια η διατύπωση του άρθρου συνιστά παραπληροφόρηση από πλευράς του ελεγκτή ψευδών ειδήσεων. Η ερμηνεία του άρθρου 3 του ελληνικού Συντάγματος συνιστά, όπως παρατηρούν οι Ιωάννης Κονιδάρης και Γιώργος Ανδρουτσόπουλος (Σπυρόπουλος/Κοντιάδης/Ανθόπουλος/Γεραπετρίτης, Σύνταγμα. Κατ’ Άρθρο Ερμηνεία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2017, σσ. 39) σημείο ερμηνευτικής τριβής και άλλοτε νοείται ότι η επικρατούσα θρησκεία είναι η επίσημη θρησκεία και άλλοτε ως η θρησκεία που πρεσβεύει η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Θα ήταν απολύτως αποδεκτό κάποιος να θεωρήσει πως η δεύτερη ερμηνεία είναι η κρατούσα σήμερα στην επιστημονική κοινότητα. Αλλά προφανώς είναι εντελώς αντιεπιστημονικό να χαρακτηρίσει ως παραπληροφόρηση την αντίθετη ερμηνεία η οποία άλλωστε είχε υποστηριχθεί από σημαντικούς δασκάλους της νομικής επιστήμης, όπως ο Αριστόβουλος Μάνεσης ή ο Χαράλαμπος Παπαστάθης και παλαιότερα από τον Αλέξανδρο Σβώλο, τον Θεμιστοκλή Τσάτσο και τον Αμίλκα Αλιβιζάτο.
Ο επιστημονικός διάλογος για συγκεκριμένα ζητήματα είναι επομένως πολύ σοβαρό θέμα για να μεταφέρεται ως ετικέτα, στη λογική παραπληροφόρησης από πρόσωπα που δεν κατέχουν το γνωστικό αντικείμενο. Το συμπέρασμα εξάλλου ότι επίσημη ή κρατική θρησκεία δεν έχουν τα εκκοσμικευμένα κράτη, αλλά τα θεοκρατικά, με το οποίο καταλήγει το άρθρο είναι προφανώς fake news. Είναι εντελώς διαφορετικό το σύστημα της θεοκρατίας από την πολιτειοκρατία και όμως αμφότερα τα συστήματα μπορούν να έχουν επίσημη ή κρατική θρησκεία. Η επίσημη θρησκεία σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζεται με τη θεοκρατία. Και οι Κονιδάρης/Ανδρουτσόπουλος άλλωστε, στην προαναφερόμενη συμβολή τους επεξηγούν ότι οι σχέσεις πολιτείας και εκκλησίας στην Ελλάδα είναι τελείως ρευστές και παρέχουν επαρκώς την υποστήριξη στην επιστήμη ενός ευρέως φάσματος απόψεων, με το Σύνταγμα να εξακολουθεί να τυποποιείται στο σύστημα της νόμω κρατούσης πολιτείας, δηλαδή της πολιτειοκρατείας, ένα συμπέρασμα που αποδέχεται μεγάλο τμήμα της θεωρίας και οπωσδήποτε δίνει ένα περιεχόμενο εν μέρει διαφορετικό από την απλή κοινωνιολογικού τύπου ερμηνεία του άρθρου 3, χωρίς κατ’ ανάγκη να την ερμηνεύει πάντως ως επίσημη θρησκεία.
Ανεξαρτήτως της ελληνικής περίπτωσης, ακόμα και σήμερα εμβληματικές δημοκρατίες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθούν να έχουν κρατική θρησκεία της οποίας είναι ηγέτης ο εκάστοτε ηγεμόνας, ενώ 26 επίσκοποι, μέλη της αγγλικανικής εκκλησίας συμμετέχουν στο ανώτατο νομοθετικό όργανο της χώρας, δηλαδή τη Βουλή των Λόρδων. Μέχρι πριν μερικά χρόνια εξάλλου επίσημη θρησκεία είχαν όλα τα σκανδιναβικά κράτη, που κάθε άλλο παρά στερούνται του κοσμικού χαρακτήρα ή θα μπορούσαν με οποιαδήποτε έννοια του όρου να θεωρηθούν ως θεοκρατικά (βλ. για μια ανάλυση N. Doe, Law and Religion in Europe. A Comparative Introduction, Oxford, OUP, 2011, G. Robbers (ed.), State and Church in Europe, 3rd Ed, Baden-Baden, Nomos, 2019).
Περιορίζομαι στο παρόν άρθρο στο πιο πάνω ενδεικτικό παράδειγμα από τα πολλά που έχω εντοπίσει μελετώντας την ιστοσελίδα των Ellinika Hoaxes. Η κυριότερη περίπτωση προβληματισμού αφορά σε περιπτώσεις που όπως η ανωτέρω, είτε λόγω ελλιπούς γνώσης του συντάκτη, είτε λόγω έλλειψης κατανόησης για τον τρόπο λειτουργίας της επιστήμης, ο συντάκτης εκλαμβάνει μια άποψη (που ενδεχομένως να είναι η κρατούσα) ως τη μόνη άποψη ή ως άποψη τέτοιας ισχύος που καθιστά ως παραπληροφόρηση ή ψευδείς ειδήσεις όλες τις υπόλοιπες.
Η επιστημονική ελευθερία και η ελευθερία της έκφρασης
Η άσκηση της ελευθερίας έκφρασης όμως, πτυχή της οποίας είναι και η επιστημονική ελευθερία που κατοχυρώνεται από το άρθρο 16 του Συντάγματος και το άρθρο 8 ΕΣΔΑ, διασφαλίζει όχι μόνο την εκάστοτε κρατούσα επιστημονική άποψη ή μια εξ αυτών, αλλά το σύνολο της διαδικασίας διαμόρφωσης, διατήρησης, αλλαγής, έκφρασης, μετάδοσης και διάδοσης της επιστημονικής γνώσης (ενδεικτικά Γ. Παπαδημητρίου, ‘Σύνταγμα και Ελευθερία της Επιστήμης’ Το Σύνταγμα 1992: 519). Το κράτος μάλιστα έχει θετική υποχρέωση όπως διασφαλίσει την ελεύθερη ανάπτυξη της επιστήμης και έναντι τρίτων, ώστε να μην υπάρχουν περιορισμοί που να ακυρώνουν την κριτική επιστημονική στάση των επιστημόνων και να μην καταστεί η επιστημονική δράση απλό όργανο εξυπηρέτησης ή αναπαραγωγής κρατικών ή και ιδιωτικών συμφερόντων.
Ως τονίστηκε σε σειρά αποφάσεων (βλ. μεταξύ άλλων θεμελιωδών αποφάσεων, Jersild κατά Δανίας, της 23 Σεπτεμβρίου 1994, § 31, Συλλογή A αρ. 298; Hertel κατά Ελβετίας, 25 Αυγούστου 1998, § 46, Reports of Judgments and Decisions, 1998-VI; και Steel και Morris κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αρ. 68416/01, § 87, ΕΔΔΑ 2005 II) η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί ένα από τα βασικά θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας και έναν από τους βασικούς όρους για την πρόοδό της και την αυτοπραγμάτωση κάθε ατόμου. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του Άρθρου 10 ΕΣΔΑ εφαρμόζεται όχι μόνο σε «πληροφορίες» ή «ιδέες» που είναι ευρέως διαδεδομένες ή θεωρούνται ως μη προσβλητικές ή είναι κοινός τόπος, αλλά επίσης και εκείνες που προσβάλλουν, σοκάρουν ή ενοχλούν. Αυτό είναι επιβεβλημένο από τον πλουραλισμό, την ανεκτικότητα και την ευρύτητα πνεύματος, χωρίς τα οποία δεν υπάρχει μια «δημοκρατική κοινωνία».
Κατά συνέπεια ενώ η καταπολέμηση των καταφανώς ψευδών ειδήσεων είναι καθόλα επιθυμητή, καθότι οι ψευδείς ειδήσεις δυσχεραίνουν την ομαλή λειτουργία του ελεύθερου διαλόγου, αντίθετα ο περιορισμός της έκφρασης επιστημονικών απόψεων (ακόμα και μειοψηφικών), μέσα από τον χαρακτηρισμό τους ως «ψευδών» ή «παραπληροφόρησης» από φορείς οι οποίοι ασκούν ρόλο ελεγκτή ειδήσεων για λογαριασμό μεγάλων κοινωνικών δικτύων όχι μόνο δεν είναι επιθυμητός, αλλά τείνει να περιορίσει σημαντικά την πραγματική άσκηση μιας εκ των ουσιωδών ελευθεριών μιας δημοκρατικής κοινωνίας και τον ελεύθερο διάλογο χωρίς τον οποίο η επιστημονική κοινότητα δεν μπορεί να βελτιωθεί. Ιδιαίτερα αν στο μέλλον πρόκειται μια παρόμοια προσέγγιση να υιοθετηθεί και από κυβερνητικούς φορείς ως μέθοδος. Η επιστήμη δεν υπάρχει ως αναπαράσταση κάποιας απόλυτης έννοιας που βρίσκεται κρυμμένη σε μια πλατωνική σπηλιά, αλλά προκύπτει μέσα από τον έντονο και ελεύθερο κριτικό διάλογο, ο οποίος γίνεται μετά λόγου γνώσης.
Απαιτείται επομένως σαφής διαχωρισμός μεταξύ των ψευδών ειδήσεων και της σύγκρουσης επιστημονικών απόψεων και άσκηση περισσότερης υπευθυνότητας από πλευράς των ανεξάρτητων ελεγκτών ειδήσεων.
Οι επιστημονικές απόψεις, ακόμα και αν δεν υιοθετούνται από την πλειονότητα των επιστημόνων και δεν συνιστούν την κρατούσα γνώμη σε συγκεκριμένο ιστορικό συγκείμενο, πάντως σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν και δεν πρέπει να χαρακτηρίζονται ως παραπληροφόρηση ή fake news και να εμποδίζεται η διάδοσή τους λόγω του χαρακτηρισμού αυτού.