Δικαίωμα παρέμβασης της Βουλής στο Εκλογοδικείο: Ένα σχόλιο για τη «διακριτική ευχέρεια» των δικαστηρίων
Άρθρο του Δρ. Αχιλλέως Κ. Αιμιλιανίδη που δημοσιεύτηκε στο portal νομικής ενημέρωσης dikaiosyni.com
Το θέμα της πολύπαθης 56ης έδρας του βουλευτή Γεώργιου Παπαδόπουλου βρίσκεται για τρίτη φορά ενώπιον του Εκλογοδικείου σε μια υπόθεση που ξεκίνησε με την πρώτη αίτηση του Ανδρέα Μιχαηλίδη το 2016 μετά τις βουλευτικές εκλογές. Για τις προηγούμενες δύο αιτήσεις, στις οποίες είχα συμμετάσχει ως δικηγόρος, θα επανέλθω σε μελλοντικό σημείωμα.
Στην εκλογική αίτηση 1/2019 υπήρξε αίτηση παρέμβασης εκ μέρους της Βουλής των Αντιπροσώπων. Η Βουλή επιδίωξε, διά δικηγόρου, την παρέμβασή της στη διαδικασία ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να εκφράσει τις θέσεις της. Ισχυρίστηκε ότι είχε για μακρό χρονικό διάστημα αφεθεί να λειτουργεί με 55 βουλευτές και ότι είχε κατά συνέπεια δικαιωματικά έννομο συμφέρον να παρέμβει εφόσον η εκλογική αίτηση αφορά ευθέως τη συγκρότησή της και τη διασφάλιση της νόμιμης λειτουργίας της.
Ως αναμενόταν η αίτηση παρέμβασης απορρίφθηκε από το Εκλογοδικείο. Παρατηρήθηκε ότι: α) δεν είχε τεθεί στη βάση της αίτησης ο Διαδικαστικός Κανονισμός του 1981 που αφορά στις εκλογικές αιτήσεις, β) ο εν λόγω Κανονισμός δεν προνοεί για δυνατότητα παρέμβασης ή συνένωσης τρίτου προσώπου εφόσον μόνο πρόσωπα άμεσα αναμεμειγμένα στη διαφορά έχουν λόγο στη δίκη ενώπιον του εκλογοδικείου, γ) δεν δικαιολογείται έννομο συμφέρον της Βουλής απλώς και μόνο για να προωθήσει τη συνταγματικότητα νόμου, που σε κάθε περίπτωση απολαμβάνει τεκμήριο συνταγματικότητας, δ) η διαφορά προσδιορίστηκε από τους Αιτητές και η Βουλή δεν θα έπρεπε να είναι διάδικος, ε) οι θέσεις περί ορθότητας της ανακήρυξης του βουλευτή υποστηρίζονται έτσι κι αλλιώς από τον Γενικό Εισαγγελέα εκ μέρους των Εφόρων Εκλογής, στ) το δικονομικό πλαίσιο μιας εκλογικής αίτησης έχει τεθεί με νομολογία στην οποία αποφασίστηκε ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων δεν μπορεί να συνενωθεί ως διάδικος σε εκλογική αίτηση.
Τα πιο πάνω υποστηρίζονται από ποιοτική ανάλυση, η οποία αξίζει να διαβαστεί αυτούσια και θεωρώ ότι είναι ορθή. Εντούτοις, έχω ένα σχόλιο ως προς την κατάληξη του Εκλογοδικείου στην οποία αναφέρεται:
«Εν κατακλείδι, αναγνωρίζεται από όλους τους παράγοντες ότι ενυπάρχει στο Δικαστήριο, και βεβαίως και στο Εκλογοδικείο, διακριτική ευχέρεια στην αποδοχή ή μη αιτήματος για παρέμβαση.Για τους λόγους που έχουν ήδη εκτεθεί η διακριτική ευχέρεια δεν μπορεί να ασκηθεί υπέρ της αίτησης της Βουλής των Αντιπροσώπων για παρέμβαση.».
Βεβαίως το ζήτημα της αποκαλούμενης «διακριτικής ευχέρειας» είναι πολύπλευρο και δεν είναι της παρούσας μια εκτεταμένη ανάλυση των θεωρητικών της παραμέτρων (βλ. ενδεικτικά και τη σχετικά πρόσφατα διδακτορική διατριβή της Α. Βεττού, Η αυτοαποκαλούμενη διακριτική ευχέρεια του δικαστή, ΑΠΘ, 2014). Σε κάθε περίπτωση διακριτική ευχέρεια είναι όμως η δυνατότητα που παρέχεται σε ένα δικαστήριο να ενεργήσει με ένα περιθώριο κρίσης μεταξύ εναλλακτικών δυνητικών επιλογών που επιτρέπονται από τη νομοθεσία σε μια συγκεκριμένη περίπτωση. Για να μπορεί ένα δικαστήριο να έχει διακριτική ευχέρεια θα πρέπει τούτο να είναι πάντως επιτρεπτό από το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο. Δεν μπορεί να υπάρξει άσκηση διακριτικής ευχέρειας από το δικαστήριο όταν η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας θα ήταν, για παράδειγμα, αντίθετη με το Σύνταγμα ή τη νομοθεσία.
Είναι βεβαίως ορθή η παρατήρηση του Εκλογοδικείου ότι διακριτική ευχέρεια υπάρχει γενικά στις αιτήσεις παρέμβασης, με την έννοια ότι εφόσον δεν απαγορεύεται μια συγκεκριμένη παρέμβαση, το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να αποφασίσει με βάση και τα ιδιαίτερα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης κατά πόσο δικαιολογείται ή όχι να ασκήσει την εξουσία του και να επιτρέψει την παρέμβαση. Εν προκειμένω όμως, η λεπτομερής αιτιολόγηση της απόφασης του Δικαστηρίου στηριζόταν σε ισχυρισμούς περί ορθής ερμηνείας του διαδικαστικού κανονισμού, της νομοθετικά προβλεπόμενης διαδικασίας εκλογικής αίτησης και των σκοπών αυτής, αλλά και σε ύπαρξη δεσμευτικού δεδικασμένου προηγούμενων αποφάσεων του Εκλογοδικείου. Υπό τις περιστάσεις επομένως θεωρώ ότι η ίδια η συλλογιστική του Εκλογοδικείου δεν άφηνε περιθώριο για ύπαρξη «διακριτικής ευχέρειας» εφόσον η απόφασή του αιτιολογήθηκε με τη δέουσα λεπτομέρεια ως αναπόφευκτη επιλογή με βάση το θετό δίκαιο. Συνεπώς δεν ήταν ζήτημα ότι «η διακριτική ευχέρεια δεν μπορεί να ασκηθεί υπέρ της αίτησης της Βουλής των Αντιπροσώπων για παρέμβαση», διότι στη βάση των λόγων που εκτέθηκαν από το Εκλογοδικείο η κατάληξη δεν μπορούσε παρά να είναι ότι δεν υπήρχε καν διακριτική ευχέρεια για αποδοχή του αιτήματος.
Αναγνωρίζω ότι το ζήτημα αφορά σε λεπτές διακρίσεις δικανικού συλλογισμού, πλην όμως ακριβώς όταν μια απόφαση είναι καλογραμμένη, τότε είναι εφικτό να συζητήσουμε τις λεπτές διακρίσεις. Και το ζήτημα της «διακριτικής ευχέρειας» δεν είναι βέβαια θεωρητικού ενδιαφέροντος, αλλά έχει άμεσες πρακτικές συνέπειες καθότι άπτεται του τρόπου κατανόησης των εξουσιών του δικαστηρίου από το ίδιο. Επί του θέματος όμως θα επανέλθω μελλοντικά με άλλη ευκαιρία.
Διαβάστε την απόφαση του Εκλογοδικείου