Δικαίωμα αναστολής ποινών από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας
Άρθρο του Δρ. Αχιλλέως Κ. Αιμιλιανίδη που δημοσιεύτηκε στο portal νομικής ενημέρωσης dikaiosyni.com
Υπήρξε αρκετή συζήτηση τις τελευταίες μέρες ως προς την απόφαση του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα, να ασκήσει τις εξουσίες που του παρέχει το Σύνταγμα και να αποφασίσει την αναστολή της έκτισης της ποινής φυλάκισης πολίτη, ο οποίος καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 45 ημερών για παράβαση των περιορισμών διακίνησης που επιβλήθηκαν δυνάμει Διατάγματος του Υπουργού Υγείας. Σύμφωνα με γραπτή δήλωση του Αναπληρωτή Κυβερνητικού Εκπροσώπου για την απόφαση αναστολής λήφθηκε υπόψη ότι από την 27η Μαρτίου 2020 (δηλαδή δύο μέρες μετά την υπό αναφορά παράβαση), αυτής της φύσεως αδικήματα τιμωρούνται με εξώδικη ρύθμιση επιβολής προστίμου. Λήφθηκαν, επίσης, υπόψη και άλλοι σχετικοί με την υπόθεση παράγοντες.
Το άρθρο 53 § 1 του Συντάγματος προβλέπει για την εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας να απονέμει χάρη σε πρόσωπα που καταδικάζονται σε θάνατο, εξουσία που πλέον, μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Πιο σημαντική είναι η εξουσία που προβλέπεται στο άρθρο 53 § 4 του Συντάγματος και αφορά στην εξουσία του Προέδρου να μειώνει, αναστέλλει ή μετατρέπει οποιαδήποτε ποινή που επιβλήθηκε από οποιοδήποτε Δικαστήριο με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Οι εξουσίες αυτές του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι εξουσίες δικαστικού τύπου. Αυτό θα πρέπει να το τονίσουμε. Είναι γεγονός ότι η εκτελεστική εξουσία ασκείται με βάση το Σύνταγμα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και το Υπουργικό Συμβούλιο, η νομοθετική από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και η δικαστική εξουσία από τα δικαστήρια. Υπάρχουν όμως εξαιρέσεις και αυτές προβλέπονται ρητά στο Σύνταγμα. Τα δικαστήρια δεν ασκούν νομοθετική ή εκτελεστική εξουσία. Όπως όμως εξήγησα και πρόσφατα ασκούν εξουσίες νομοθετικού τύπου (όταν θεσπίζουν διαδικαστικούς κανονισμούς) ή εκτελεστικού τύπου (όταν αποφασίζουν ως Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο για τους διορισμούς ή μεταθέσεις ή πειθαρχικές ποινές επί δικαστών ή όταν αποφασίζουν για διοικητικά ζητήματα που αφορούν στη λειτουργία των δικαστηρίων). Αντίστοιχα και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν ασκεί δικαστικές εξουσίες. Ασκεί όμως εξουσίες δικαστικού τύπου και αυτές προβλέπονται ρητά στο άρθρο 53 του Συντάγματος (ο Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, τις θεωρεί μαλλον νομοθετικού τύπου, αλλά η κρατούσα γνώμη δικαστικού τύπου – βλ. Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο).
Η αρμοδιότητα άσκησης των δικαιοδοτικού τύπου εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας έχει ατομικό χαρακτήρα και συνιστά ουσιαστική αρμοδιότητα, με προϋπόθεση τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα (και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, αν υπάρχει), δηλαδή του ανεξάρτητου αξιωματούχου που έχει δυνάμει του άρθρου 113 του Συντάγματος την εξουσία, όπως κατά την κρίση του προς το δημόσιο συμφέρον, κινεί διεξάγει, επιλαμβάνεται και συνεχίζει ή διακόπτει οιανδήποτε διαδικασία ή διατάσσει δίωξη καθ’ οιουδήποτε προσώπου εν τη Δημοκρατία δι’ οιονδήποτε αδίκημα. Μετά το στάδιο της καταδίκης και επιβολής της ποινής, διότι πλέον υπάρχει απόφαση του δικαστηρίου, ο συνταγματικός νομοθέτης έκρινε ότι οι εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα να κινεί, συνεχίζει ή διακόπτει οποιαδήποτε διαδικασία ποινής δίωξης δεν ήταν αρκετές και ότι το αντιστάθμισμα της δικαστικής απόφασης θα έπρεπε να είναι η απόφαση του ίδιου του Προέδρου της Δημοκρατίας, δηλαδή του επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας, νοουμένου ότι υπάρχει η σύμφωνη γνώμη του προσώπου που θα μπορούσε να είχε έτσι κι αλλιώς διακόψει σε οποιοδήποτε προγενέστερο χρονικό σημείο την ποινική δίωξη, ήτοι του Γενικού Εισαγγελέα.
Σκοπός δηλαδή της συνταγματικής εξουσίας είναι ακριβώς η παρέμβαση του Προέδρου της Δημοκρατίας επί της δικαστικής κρίσης με σκοπό να την αλλοιώσει, όχι με κριτήρια δικαστικά ή νομικά, αλλά με κριτήρια πολιτικά ή κοινωνικά. Πρόκειται για εξαιρετικό μέτρο, προσωπικού χαρακτήρα, που δεν εξαφανίζει την καταδικαστική απόφαση ή το στίγμα αυτής (ως γίνεται με την απόφαση επί έφεσης), ενεργεί για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική ισχύ. Δεν πρόκειται δηλαδή για έφεση που θα αξιολογήσει τη νομική ορθότητα της απόφασης, ούτε και ανατρέπει την πρωτόδικη απόφαση. Άλλος είναι ο σκοπός της συνταγματικής αυτής εξουσίας και δεν θα πρέπει να συγχέεται η εξουσία αυτή του Προέδρου με το δικαίωμα του καταδικασθέντος να ασκήσει έφεση κατά της καταδικαστικής απόφασης. Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές διαδικασίες. Τα κριτήρια δηλαδή που χρησιμοποιεί ο Πρόεδρος δεν ταυτίζονται και ούτε πρέπει να ταυτίζονται με εκείνα που χρησίμευσαν στο δικαστήριο για τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσης, αλλά είναι κυρίως κοινωνικού χαρακτήρα εφόσον σκοπός της άσκησης των εξουσιών είναι η εξυπηρέτηση της σωφρονιστικής πολιτικής της πολιτείας και του δημόσιου συμφέροντος. Και επί της σωφρονιστικής πολιτικής της πολιτείας κυρίαρχη παραμένει η πολιτεία, η οποία ασκεί τις εξουσίες της είτε με το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα αναφορικά με τις ποινικές διώξεις, είτε με το δικαίωμα του Προέδρου με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα αναφορικά με την αναστολή, μείωση ή μετατροπή επιβληθεισών ποινών.
Στις ΗΠΑ η προεδρική εξουσία για παροχή χάριτος ασκείται μάλιστα στο 3% των αιτήσεων και κατά τον 20ο αιώνα οι Πρόεδροι απένειμαν χάρι περί τοις 150 φορές μέσο όρο ετησίως. Όπως αναφέρθηκε από το αμερικανικό Ανώτατο Δικαστήριο στην Schick v. Reed 419 US 256, 95 S Ct 379 (1974): ‘the power flows from the Constitution alone… and that it cannot be modified, abridged or diminished by Congress. Additionally, considerations of public policy and humanitarian impulses support an interpretation of that power so as to permit the attachment of any condition which does not otherwise offend the Constitution’.
Και προφανώς ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που απασχολεί τη νομική σκέψη διεθνώς είναι η ενδεχόμενη κατάχρηση της άσκησης της εξουσίας. Για αυτό απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, ήτοι η προσυπογραφή του ανεξάρτητου αξιωματούχου που ηγείται των ποινικών διώξεων στη Δημοκρατία, ενώ βεβαίως και οι αποφάσεις τίθενται υπό την κρίση της αντιπολίτευσης, του τύπου και του λαού. Η κατ’ εξαίρεση επομένως επέμβαση στις δικαστικές αποφάσεις (που δεν γίνεται μόνο με προεδρική ενέργεια, αλλά και με άλλους τρόπους κύριος των οποίων η τροποποίηση νομοθεσίας) επιβάλλεται στις κατάλληλες περιπτώσεις ως προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία των θεσμών. Εν προκειμένω η τιμωρητική απόφαση του 35χρονου υπήρξε έκδηλα δυσανάλογη και ως εκ τούτου ορθά ο ΠτΔ και ο Γ.Ε. ενήργησαν χωρίς καθυστέρηση και με ακριβοδίκαιη άσκηση των συνταγματικών τους εξουσιών για να μετριάσουν την αδικία.
Ο κανόνας είναι πρωτεύοντας, επειδή ακριβώς η θέσπισή του δεν εξαρτάται από την ύπαρξη άλλου κανόνα υποσυνταγματικού επιπέδου που θα ρύθμιζε τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη λήψη της απόφασης, ούτε και μπορεί να περιοριστεί με νόμο ή και να ελεγχθεί με δικαστική απόφαση. Πρόκειται για την κατ’ εξοχήν πράξη κυβερνήσεως δικαστικού τύπου. Δεν τίθεται επομένως ζήτημα υποβάθμισης της εξουσίας των δικαστηρίων μέσα από την άσκηση των συνταγματικών εξουσιών του Προέδρου, ακριβώς διότι σκοπός του συνταγματικού κανόνα είναι η ανατροπή αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων σε περιπτώσεις κατά τις οποίες θεωρείται για κοινωνικούς λόγους ή λόγους πολιτειακής σωφρονιστικής πολιτικής (εν αντιθέσει με δικαιοδοτικά κριτήρια) ότι η απόφαση ήταν λανθασμένη και θα πρέπει να διορθωθεί. Αυτό είναι το νόημα των checks and balances που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα: ότι όπως τα δικαστήρια ελέγχουν την πολιτειακή εξουσία ώστε να μην καταχράται τις εξουσίες της, έτσι και αυτά ελέγχονται από τις άλλες δύο εξουσίες ώστε να μην καταχρώνται των δικών τους εξουσιών. Αυτή είναι άλλωστε προϋπόθεση της ύπαρξης της διάκρισης των εξουσιών: να μην υπάρχουν ανέλεγκτες εξουσίες.