Αντισυνταγματικότητα νόμου για καταχρηστικές ρήτρες σε επιχειρηματικές συμβάσεις πολύ μικρών επιχειρήσεων
Άρθρο του Δρ. Αχιλλέως Κ. Αιμιλιανίδη που δημοσιεύτηκε στο portal νομικής ενημέρωσης dikaiosyni.com
Εκδόθηκε η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην αναφορά 3/2019 με την οποία κρίθηκε ομόφωνα ως αντισυνταγματικός ο «περί των Καταχρηστικών Ρητρών σε Επιχειρηματικές Συμβάσεις που Συνάπτονται από Πολύ Μικρές Επιχειρήσεις Νόμος του 2019».
Ενώ η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν ομόφωνη, υπήρξε μειοψηφία του Οικονόμου Δ. ως προς τη συλλογιστική. Η πλειοψηφία έκρινε πως το άρθρο:
«Όταν ρήτρα σύμβασης είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, καμιά αμφισβήτηση του θεμιτού χαρακτήρα της δεν επιτρέπεται, εφόσον αυτή αφορά:
(α) Τον καθορισμό του κύριου αντικειμένου της σύμβασης, ή
(β) την αντιπροσωπευτικότητα της τιμής ή του ανταλλάγματος για τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που πωλήθηκαν ή παρασχέθηκαν».
Συνιστούσε:
«αμφισβήτηση του θεμιτού χαρακτήρα της ρήτρας, μεταξύ άλλων, όταν αυτή αφορά στον καθορισμό του κύριου αντικειμένου της σύμβασης ή την αντιπροσωπευτικότητα της τιμής ή του ανταλλάγματος, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 23 του Περί Συμβάσεων Νόμου, το οποίο καθιστά άκυρη κάθε σύμβαση της οποίας ο σκοπός ή η αντιπαροχή είναι παράνομη.
Το άρθρο 23 κρίθηκε από τη Νομολογία ως συμβατό με το Άρθρο 26 του Συντάγματος, εφόσον με αυτό (το άρθρο 23) τίθενται επιτρεπτοί περιορισμοί στην ελευθερία των συμβάσεων, που βασίζονται στις γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων, όπως είναι π.χ. η ακυρότητα των παράνομων συμβάσεων.
Το άρθρο 3(2) του Νόμου, απαγορεύει την αμφισβήτηση του θεμιτού χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας, υπό τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τις γενικές αρχές του Δικαίου των Συμβάσεων».
Προκύπτουν δύο ουσιώδη προβλήματα. Εν πρώτοις, δεν είναι νοητό να εγείρεται με παρόμοιο τρόπο θέμα αντισυνταγματικότητας λόγω αντίθεσης με κοινή νομοθεσία. Αν το άρθρο 26 του Συντάγματος επιτρέπει περιορισμούς στην ελευθερία των συμβάσεων δυνάμει των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων, τούτο δεν συνεπάγεται και αυτοδικαίως ότι ένα άρθρο του κοινού νόμου που έχει κριθεί ως συνταγματικός περιορισμός, αποκτά και συνταγματική ισχύ που να εμποδίζει τη θέσπιση άλλων ρητρών που να αντιτίθενται σε αυτή. Το άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου συνιστά περιορισμό ενός δικαιώματος που είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα. Δεν συνιστά συνταγματική διάταξη. Τίποτα δεν θα εμπόδιζε τον νομοθέτη να τροποποιήσει το άρθρο 23 του Κεφ. 149 ή και να το καταργήσει, εφόσον η συνταγματική αρχή είναι η ελευθερία και όχι ο περιορισμός. Ο τρόπος διατύπωσης της συλλογιστικής του Δικαστηρίου είναι με όλο τον σεβασμό μη ικανοποιητικός.
Κατά δεύτερο η συγκεκριμένη διάταξη συνιστά ουσιαστικά αναπαραγωγή κατά λέξη της αντίστοιχης διάταξης του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου 93(Ι)/1996, ο οποίος εναρμονίστηκε με την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ. Η διαφορά είναι πως ο ν. 93(Ι)/96 και η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ αφορούν σε φυσικά πρόσωπα, ενώ ο προτεινόμενος νόμος σε «πολύ μικρές επιχειρήσεις». Ο λόγος επομένως που τέθηκε η διάταξη αυτή εξηγείται με αναφορά στην Οδηγία και δεν έχει σε καμιά περίπτωση την έννοια είτε της στέρησης πρόσβασης στα δικαστήρια, είτε της απαγόρευσης προσβολής παράνομων σκοπών. Τούτο το εξηγεί ορθά και λεπτομερώς ο Οικονόμου Δ. στην απόφαση μειοψηφίας του με αναφορά στην Οδηγία και στη σχετική βιβλιογραφία και νομολογία. Είχα γράψει και προ ημερών για την ανάγκη διεξαγωγής δικαστικού διαλόγου ως προϋπόθεση για την εμπιστοσύνη στο δικαστικό σύστημα. Δεν εκπληρώνεται καθόλου αυτό όταν η πλειοψηφία του Δικαστηρίου δεν απαντά καν στην επιχειρηματολογία που αναπτύσσει η μειοψηφία του ίδιου Δικαστηρίου στην ίδια απόφαση.
Το δεύτερο μου σχόλιο αφορά στο πιο κάτω απόσπασμα της απόφασης της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου:
«Τα άρθρα 5(2) και (3) καθορίζουν, αντίστοιχα, τι θα λαμβάνει υπόψιν του ή, ιδιαίτερα, υπόψιν του το Δικαστήριο, κατά την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας ρήτρας, αλλά και της καλής πίστης των συμβαλλομένων, που είναι απαραίτητη για μια μη καταχρηστική ρήτρα. Τα προαναφερόμενα δύο εδάφια του άρθρου 5 του Νόμου συνιστούν ανεπίτρεπτη επέμβαση της Νομοθετικής Εξουσίας στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Δικαστικής Εξουσίας. Επαφίεται στα Δικαστήρια να κρίνουν πώς θα εκτιμήσουν τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας ρήτρας και τι θα λάβουν υπόψιν τους γι’ αυτό τον σκοπό αλλά και το πώς θα συμπεράνουν αν υπήρξε καλή πίστη ή όχι, εκ μέρους των συμβαλλομένων».
Με όλο τον σεβασμό, αλλά η συλλογιστική αυτή είναι εντελώς αδικαιολόγητη. Προφανώς και η Βουλή των Αντιπροσώπων έχει κάθε συνταγματικό δικαίωμα να καθορίζει κριτήρια που θα πρέπει να λάβει υπόψη του το Δικαστήριο. Είναι η Βουλή των Αντιπροσώπων που νομοθετεί και όχι τα δικαστήρια. Τα δικαστήρια εφαρμόζουν τα κριτήρια που εκάστοτε καθορίζονται στο νόμο με βάση τα πραγματικά γεγονότα και ερμηνεύουν τις γενικές διατυπώσεις που καθορίζει ο νομοθέτης, ώστε να τα εξειδικεύσουν στις ανάγκες της συγκεκριμένες περίπτωσης. Προφανώς όμως είναι ο νομοθέτης που καθορίζει τι θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους τα Δικαστήρια και σε καμιά περίπτωση δεν συνιστά τούτο επέμβαση σε αρμοδιότητα της δικαστικής εξουσίας, πολύ δε περισσότερο ‘ανεπίτρεπτη’ επέμβαση σε ‘αποκλειστική’ αρμοδιότητα. (για το θέμα βλ. ενδεικτικά και Emilianides, Constitutional Law in Cyprus, 2nd, 2019).
Δεν θα επεκταθώ εδώ σε περαιτέρω συζήτηση επί της ουσίας της απόφασης. Η συλλογιστική παραβιάζει τόσο έντονα τις θεμελιώδεις αρχές, χωρίς οποιαδήποτε ουσιαστική ανάλυση ή τεκμηρίωση, που το ερώτημα κατά πόσο ο νόμος είναι συνταγματικός ή όχι καθίσταται δευτερεύον.