Απαγόρευση της κυκλοφορίας στην Κύπρο του 1955-59
Άρθρο του Δρ. Αχιλλέως Κ. Αιμιλιανίδη που δημοσιεύτηκε στο portal νομικής ενημέρωσης dikaiosyni.com
Οι απαγορεύσεις κυκλοφορίας σε πολυάριθμες Ευρωπαϊκές χώρες, μας υπενθύμισαν τα πολυάριθμα παραδείγματα απαγόρευσης της κυκλοφορίας (του γνωστού Curfew) που είχαν επιβληθεί στην Κύπρο από την αγγλική διοίκηση κατά την διάρκεια του αγώνα της ΕΟΚΑ, όπως στην Λάπηθο, το Λευκόνοικο, το Παραλίμνι, την Γιαλούσα, την Καλοψίδα, την Αμμόχωστο και τη Λεμεσό, στην Καλογραία, στη Μόρφου και στη Λευκωσία. Απαγορεύσεις κυκλοφορίας διατάζονταν λόγω έρευνας μετά από εκτέλεση προσώπων, για συλλογή των επιβληθέντων συλλογικών προστίμων ή και για να υποχρεωθεί ο πληθυσμός στην αφαίρεση συνθημάτων κατά των Βρετανικών αρχών.
Αναφορικά με την απαγόρευση κυκλοφορίας για σβήσιμο αντιβρετανικών συνθημάτων χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη περίπτωση: στις 13 Σεπτεμβρίου 1956 επιβλήθηκε νυχτερινή απαγόρευση της κυκλοφορίας στα χωριά Άγιος Θεόδωρος, Γαστριά, Ταύρου και Βοκολίδα για τρεις μέρες για το σβήσιμο συνθημάτων. Ο Επαρχιακός Διοικητής είχε αναφέρει ότι η απαγόρευση της κυκλοφορίας θα διαρκούσε μέχρι την αφαίρεση των συνθημάτων. Στις 25 Ιουλίου 1957, δόθηκε διαταγή από το Διοικητή Αμμοχώστου ότι έπρεπε να σβηστούν συνθήματα που βρίσκονταν κατά μήκος του δρόμου που περνούσε μέσα από το χωριό Άγιος Θεόδωρος. Όλη η τροχαία κίνηση διακόπηκε για επτά ώρες, προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση σε όλους όσους μετέβαιναν στο Μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα που βρισκόταν πιο κάτω στον ίδιο δρόμο.
Κατά τη διάρκεια αυτής της απαγόρευσης της κυκλοφορίας, όπως και κατά τη διάρκεια των άλλων απαγορεύσεων, μερικοί από τους κατοίκους συγκεντρώθηκαν σε χώρο περιφραγμένο με συρματόπλεγμα και δεν τους επιτράπηκε να πάρουν τροφή ή νερό από τους συγγενείς τους. Κατά την απαγόρευση της κυκλοφορίας που επιβλήθηκε στον Άγιο Θεόδωρο στις 18 Ιουνίου 1957, με σκοπό το σβήσιμο συνθημάτων, οι άνδρες του χωριού συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο του σχολείου και μετά στο γήπεδο ποδοσφαίρου και οι δυνάμεις ασφαλείας περιέβρεξαν με μελάνι τις γυναίκες που προσπάθησαν να δώσουν νερό στους άνδρες.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1956 επιβλήθηκε απαγόρευση κυκλοφορίας στην εντός των τειχών Λευκωσία, η οποία παρέμεινε σε ισχύ για οκτώ νύκτες και επτά μέρες μέχρι τις 6 Οκτωβρίου 1956. Η απαγόρευση οφειλόταν στην εκτέλεση δύο Βρετανών αστυνομικών στην οδό Λήδρας. Η επηρεαζόμενη από την απαγόρευση της κυκλοφορίας περιοχή είχε πληθυσμό περί τις δώδεκα χιλιάδων ανθρώπων, ως προς την συντριπτική τους πλειοψηφία Ελληνοκυπρίων. Η απαγόρευση της κυκλοφορίας διακοπτόταν για μια περίπου ώρα κατά το μεσημέρι ώστε να μπορέσει ο πληθυσμός να αγοράσει τρόφιμα. Οι πόρτες, τα παράθυρα και τα παραθυρόφυλλα έπρεπε να παραμείνουν κλειστά. Κατά τη διάρκεια των μεσημβρινών διακοπών στην απαγόρευση της κυκλοφορίας, υπήρχε συνωστισμός για να εξασφαλιστούν τρόφιμα και προμήθειες και υπήρξαν ελλείψεις τόσο σε τρόφιμα, όσο και σε νερό.
Μερικές από τις πιο φτωχές οικογένειες υπέφεραν από έλλειψη χρημάτων, καθώς οι άνδρες δούλευαν σε ημερήσια βάση και δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν το μεροκάματο τους εξαιτίας της απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Μετά από τον τερματισμό της απαγόρευσης της κυκλοφορίας, τα Διατάγματα για το κλείσιμο των εστιατορίων, καφενείων και κινηματογράφων της περιοχής και για πλήρη απαγόρευση της χρήση ποδηλάτων και μοτοσικλετών, παρέμειναν σε ισχύ. Ο Δήμαρχος Λευκωσίας Θεμιστοκλής Δέρβης επέκρινε τη συνέχιση της ισχύος αυτών των Διαταγμάτων ως «επαίσχυντη και ανόητη» και ως «διάκριση εναντίον και τιμωρία επιλεγμένης κατηγορίας προσώπων, τα οποία δεν ήταν περισσότερο ένοχα από τον υπόλοιπο πληθυσμό.
Το ιστορικό της απαγόρευσης της κυκλοφορίας στη Μόρφου περιγράφεται σε Μνημόνιο της Γραμματείας, στο οποίο δίνεται περιγραφή της άρνησης του Δημοτικού Συμβουλίου να παραβρεθεί σε συνάντηση που συγκάλεσε ο Βοηθός Επαρχιακός Διοικητής. Θα πρέπει να προστεθεί ότι ο τελευταίος, παρά την άρνηση, πήγε στο καθορισμένο σημείο, ώστε να συναντηθεί τουλάχιστον με μερικούς από τους κατοίκους, αλλά κανένας δεν εμφανίστηκε. Η απαγόρευση αυτή της κυκλοφορίας φαίνεται να έχει επιβληθεί αντί για συλλογικού προστίμου, λόγω της άρνησης του Δημοτικού Συμβουλίου να παραστεί στη συνάντηση, σύμφωνα τουλάχιστον με τις απόψεις των μαρτύρων που το ανάφεραν, όπως π.χ. του Μητροπολίτη Άνθιμου (15 Ιανουαρίου 1958) και του κ. Χρυσαφίνη (16 Ιανουαρίου 1958).
Υπάρχει επίσης η μαρτυρία του κ. Κληρίδη (μέλους του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Κυβερνήτη μέχρι την εξορία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και Προέδρου της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Λευκωσία), τον οποίο συμβουλεύθηκε ως νομικό σύμβουλο το Δημοτικό Συμβούλιο για το θέμα αυτό και ο όποιος τους σύνεστησε να μην προσέλθουν στη συνάντηση που συγκάλεσε ο Βοηθός Επαρχιακός Διοικητής για συζήτηση της επιβολής συλλογικού προστίμου, η οποία ήταν κατά τη γνώμη του, καθ’ υπέρβαση εξουσίας και αντίθετη προς το διεθνές δίκαιο και τις γενικές νομικές αρχές που αναγνωρίζονται από τα πολιτισμένα έθνη. Στη μαρτυρία του, ο κ. Κληρίδης δήλωσε κατηγορηματικά ότι οι αρχές διέταξαν την απαγόρευση της κυκλοφορίας για να τιμωρηθούν οι Δημοτικοί Σύμβουλοι, επειδή αρνήθηκαν να συναντηθούν με το Βοηθό Διοικητή.
Ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόστηκε η απαγόρευση της κυκλοφορίας φανερώνει τι είδους μέτρο ήταν και στο σημείο αυτό, η εκδοχή που δόθηκε στο Μνημόνιο της Γραμματείας που αναφέρεται πιο πάνω χρειάζεται συμπλήρωση. Δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι για τις πρώτες λίγες μέρες, τα ζώα παρέμειναν χωρίς τροφή και νερό. Επιπρόσθετα, ο Σύμβουλος Λοϊζίδης (24 Ιανουαρίου) εξήγησε ότι οι διευθετήσεις υγιεινής επέβαλαν την ανάγκη εξόδου στην αυλή, αλλά όσοι το έπρατταν, συλλαμβάνονταν και προσάγονταν στην αστυνομία με τη κατηγορία της παραβίσης της απαγόρευσης της κυκλοφορίας, ενώ κατόπιν τους έκλειναν σε προαύλιο και εξαναγκάζονταν υπό την απειλή πιστολιού να καθίσουν στην καυτή άμμο (θερμοκρασία 109 βαθμοί Φαρενάιτ) και όταν κάποιοι προσπαθούσαν να σκάψουν μέσα στην άμμο για να δροσιστούν, απειλούνταν ξανά με όπλα. Ολόκληρη την ημέρα έμεναν χωρίς φαγητό και νερό και όταν ήλθε λίγο, οι δυνάμεις ασφαλείας το πέταξαν στο έδαφος και τους περιγελούσαν. Ακόμη, έπρεπε να ανακουφιστούν επί τόπου. Γύρω στα 50 άτομα συνελήφθησαν και κρατήθηκαν μέχρι τη δύση του ηλίου. Ένας από αυτούς έπαθε ηλίαση και όταν ένας οδοντίατρος, ο κ. Γ. Τουμπάζος, που ήταν ανάμεσα στους κρατουμένους, αποπειράθηκε να τον βοηθήσει, απειλήθηκε με όπλο. Όλοι τους υπέστησαν εγκαύματα από τον ήλιο.
Η μεγαλύτερη απαγόρευση κυκλοφορίας, και κατ’ ακρίβεια πλήρης αποκοπή της περιοχής από την υπόλοιπη νήσο, επήλθε στο χωριό Μηλικούρι. Η απαγόρευση της κυκλοφορίας που επιβλήθηκε στο Μηλικούρι στις 18 Μαρτίου 1957, διήρκεσε μέχρι την 11η Μαΐου 1957, δηλαδή για 54 μέρες. Είχε δύο μορφές: πρώτο, από τη δύση μέχρι την ανατολή του ήλιου, οι κάτοικοι ήταν περιορισμένοι στα σπίτια τους (κατ’ οίκον περιορισμός) και δεύτερο, για το υπόλοιπο της ημέρας, παρόλο που ήταν ελεύθεροι να μετακινούνται στο χωριό, υπό κανονικές συνθήκες δεν επιτρεπόταν να το εγκαταλείψουν (περιορισμός εντός του χωριού). Οι Βρετανοί ισχυρίστηκαν ότι η απαγόρευση της κυκλοφορίας επιβλήθηκε για καθαρά στρατιωτικούς λόγους. Οι δυνάμεις ασφαλείας ήταν πεπεισμένες πως ο Γρίβας κρυβόταν σε κάποιο μέρος της ορεινής και δασωμένης περιοχής γύρω από το Μηλικούρι. Κατά συνέπεια, αποφάσισαν να περικυκλώσουν ολόκληρη την περιοχή και να την υποβάλουν σε συστηματική έρευνα. Η ελληνική Κυβέρνηση εντούτοις παρέθεσε στοιχεία που επιβεβαίωναν τον τιμωρητικό χαρακτήρα του αποκλεισμού του Μηλικουρίου για δύο περίπου μήνες.
Στις απαγορεύσεις κυκλοφορίας του τότε οι Κύπριοι δεν είχαν ούτε διαδίκτυο, ούτε netflix, ούτε zoom, ούτε και κράτος να λάβει μέτρα προς υποστήριξη τους ή προς βελτίωση των οικονομικών τους. Μεγάλο μέρος των ομάδων που χαρακτηρίζουμε σήμερα ως ‘ευάλωτες’, ήταν τότε νεαρά παιδιά ή έφηβοι. Εξήλθαν των απαγορεύσεων κυκλοφορίας, των συλλογικών ποινών, των μαστιγώσεων, των βασανιστηρίων, των απαγχονισμών, των εκτοπισμών και των απελάσεων, δημιουργώντας κράτος που φέτος, με όλες τις δυσκολίες, συμπληρώνει 60 έτη.