Κήρυξη έκτακτης ανάγκης και άρθρο 183Σ
Άρθρο του Δρ. Αχιλλέως Κ. Αιμιλιανίδη που δημοσιεύτηκε στο portal νομικής ενημέρωσης dikaiosyni.com
Εδώ και κάποιες μέρες προβάλλεται επίμονα μια παράδοξη εισήγηση από μερίδα νομικών. Ζητούν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να θέσει επίσημα το κράτος σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης δυνάμει του άρθρου 183 του Συντάγματος θεωρώντας ότι εφόσον περιορίζονται τόσο δραστικά τα ατομικά δικαιώματα, τούτο θα πρέπει να γίνει ‘ορθά και χωρίς υπεκφυγές’. Η εισήγηση αυτή μάλιστα προβάλλεται και από πρόσωπα που τάσσονται υπέρ της λήψης αυστηρών μέτρων, αλλά – και ίσως εδώ είναι το πιο εντυπωσιακό – και από πρόσωπα που διαφωνούν με τη νομιμότητα της λήψης ορισμένων εκ των μέτρων που έχει λάβει η κυβέρνηση. Το άρθρο 183 του Συντάγματος προβλέπει σε γενικές γραμμές πως το Υπουργικό Συμβούλιο έχει την εξουσία να κηρύξει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, οπότε δημοσιεύεται σχετική προκήρυξη στην Επίσημα Εφημερίδα. Η Βουλή δικαιούται να απορρίψει ή να εγκρίνει την προκήρυξη, η οποία αναφέρει ρητά τα άρθρα του Συντάγματος που αφορούν σε θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες τα οποία αναστέλλονται. Μάλιστα ζητείται από την κυβέρνηση να αποστείλει και γνωστοποίηση προς το Συμβούλιο της Ευρώπης για παρέκκλιση από διατάξεις της ΕΣΔΑ.
Χαρακτήρισα την πιο πάνω εισήγηση ως παράδοξη, εφόσον θεωρώ πως η κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης και η πλήρης αναστολή άρθρων του Συντάγματος ή της ΕΣΔΑ που κατοχυρώνουν συνταγματικά δικαιώματα, θα έπρεπε να είναι μια επιλογή την οποία οποιοσδήποτε θα έπρεπε να θέλει να αποφύγει. Δεν είναι τυχαίο ότι κράτη που έχουν πληγεί από την πανδημία σε υπέρμετρο βαθμό και έχουν λάβει τα ίδια ή ακόμα πιο αυστηρά μέτρα από την Κύπρο, όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ελλάδα κοκ, δεν έχουν κάνει επίκληση του άρθρου 15 της ΕΣΔΑ για παρέκκλιση από την προστασία διατάξεων που κατοχυρώνουν θεμελιώδη δικαιώματα. Ούτε και είναι τυχαίο ότι παρόμοια επίκληση δεν έχει γίνει για την παρούσα κρίση, από κανένα από τα εμβληματικά δυτικά ευρωπαϊκά κράτη, αλλά μόνο από την Αρμενία, τη Λετονία, τη Μολδαβία και την Ρουμανία.
Η κήρυξη ενός κράτους σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, με την έννοια της αναστολής άρθρων του Συντάγματος που κατοχυρώνουν θεμελιώδη δικαιώματα, συνεπάγεται ότι το κράτος αποδέχεται ως θέμα συνταγματικής λογικής ότι βρισκόμαστε σε καθεστώς εξαίρεσης, ότι τα δικαιώματα των πολιτών δεν μπορούν πλέον να τύχουν διασφάλισης και ότι είναι νοητή η υποβάθμιση του κράτους δικαίου μέσω της αναστολής δικαιωμάτων διότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική. Το άρθρο 183 του Συντάγματος είναι άλλωστε εμπνευσμένο από το άρθρο 15 της ΕΣΔΑ και παρουσιάζει ομοιότητες με το άρθρο 4 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Ως έχει ερμηνευθεί κατά την ερμηνεία του τελευταίου από την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Committee, General Comment 29, States of Emergency (article 4), U.N. Doc. CCPR/C/21/Rev.1/Add.11, 2001) ο περιορισμός δικαιωμάτων σε καταστάσεις ανάγκης θα πρέπει να γίνεται με βάση τους γενικούς περιοριστικούς λόγους που υπάρχουν στα ίδια τα άρθρα και τις γενικές δυνατότητες περιορισμών αυτών και θα πρέπει να αποφεύγεται η παρέκκλιση από την εφαρμογή των άρθρων που κατοχυρώνουν ανθρώπινα δικαιώματα που συνεπάγεται την αναστολή τους, εκτός αν δεν υπάρχει καμιά άλλη εναλλακτική. Το ίδιο έχει επαναλάβει και το ΕΔΔΑ στην παγιωμένη για το θέμα νομολογία του.
Το άρθρο 183 του Συντάγματος αναφέρεται σε περίπτωση πολέμου ή άλλου δημοσίου κινδύνου που απειλεί την ύπαρξη της Δημοκρατίας ή οποιουδήποτε τμήματος αυτής. Η ίδια διατύπωση συναντάται και στο άρθρο 4 του Διεθνούς Συμφώνου που αναφέρεται σε εξαιρετικό δημόσιο κίνδυνο που απειλεί την ύπαρξη του έθνους και έχει ερμηνευθεί ότι μπορεί να περιλαμβάνει μια ευρεία γκάμα περιπτώσεων, όπως φυσικές καταστροφές, μεγάλα πυρηνικά ατυχήματα και προφανώς πανδημίες. Η ίδια διατύπωση συναντάται βέβαια και στο άρθρο 15 της ΕΣΔΑ, που αποτέλεσε το πρότυπο για το άρθρο 183, και έχει κριθεί από το ΕΔΔΑ ότι, για παράδειγμα, τρομοκρατία ή απόπειρα πραξικοπήματος, δύνανται να συνιστούν παρόμοιους εξαιρετικούς δημόσιους κινδύνους που απειλούν την ύπαρξη του έθνους. Γενικά τα κράτη μέλη έχουν διευρυμένο πεδίο ευχέρειας σύμφωνα με τη νομολογία, για να αποφασίζουν κατά πόσο μια κρίση την οποία βιώνουν συνιστά δημόσιο κίνδυνο που απειλεί την ύπαρξη του έθνους. Το ΕΔΔΑ ερμήνευσε την παρόμοια διατύπωση του άρθρου 15 ως ‘exceptional situation of crisis or emergency which affects the whole population and constitutes a threat to the organized life of the community of which the state is composed’ (Lawless, 1.7.1961). Προφανώς μια πανδημία, όπως η παρούσα, πληροί τα κριτήρια και του άρθρου 15 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 183 του Συντάγματος.
Το άρθρο 183 του Συντάγματος όμως δεν συνιστά προϋπόθεση για να υπάρχει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όπως πολλοί εσφαλμένα θεωρούν. Κατά πόσο υπάρχει κατάσταση ανάγκης είναι πραγματικό γεγονός και όχι θέμα εφαρμογής του άρθρου 183 του Συντάγματος. Το άρθρο 183 έχει ένα συγκεκριμένο σκοπό, να αναστείλει τη λειτουργία άρθρων του Συντάγματος που κατοχυρώνουν θεμελιώδη δικαιώματα και η κήρυξη έκτακτης ανάγκης είναι απολύτως συνδεδεμένη με την αναστολή αυτή. Στη θεμελιώδη απόφαση The Attorney– General of the Republic v. Mustafa Ibrahim [1964] CLR 195, το Ανώτατο Δικαστήριο κλήθηκε, μεταξύ άλλων, να απαντήσει κατά πόσο υπήρχε πράγματι κατάσταση ανάγκης στην Κύπρο. Ο συνήγορος υπεράσπισης Μπερμπέρογλου ισχυρίστηκε ότι το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να λάβει δικαστική γνώση για την κατάσταση ανάγκης, εφόσον το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είχε προχωρήσει με απόφασή του στην κήρυξη μιας παρόμοιας κατάστασης ανάγκης σύμφωνα με το άρθρο 183 του Συντάγματος και δεν είχε επομένως προβεί στην αναστολή οποιωνδήποτε άρθρων του Συντάγματος. Το Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση του και τόνισε ότι θα ήταν παράλογο να ισχυριστεί κάποιος ότι δεν υφίσταται κατάσταση ανάγκης τη στιγμή που το Συμβούλιο Ασφαλείας απέστειλε διεθνή στρατιωτική δύναμη στην Κύπρο με στόχο την ομαλοποίηση της κατάστασης. Η κατάσταση ανάγκης ήταν πραγματικό γεγονός και δεν εξαρτιόταν από την κήρυξή της ως τέτοια δυνάμει του άρθρου 183 του Συντάγματος. Η κατάσταση ανάγκης αφορούσε στην αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την κυβέρνηση και τη βουλή, καθώς και στην αδυναμία λειτουργίας των δικαστικών οργάνων του κράτους, και όχι στην αναστολή οποιωνδήποτε άρθρων που αφορούσαν σε ανθρώπινα δικαιώματα. Επομένως, ακόμα και αν είχε κηρυχθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης σύμφωνα με το άρθρο 183 του Συντάγματος, η επίλυση οποιουδήποτε συνταγματικού προβλήματος θα ήταν αδύνατη.
Δεν είναι επομένως θέμα ‘νόμιμου ή ορθού’ τρόπου το να κηρύξει κανείς έκτακτη ανάγκη και να αναστείλει άρθρα που κατοχυρώνουν θεμελιώδη δικαιώματα. Εν προκειμένω σαφώς και είμαστε σε κατάσταση ανάγκης με την περιγραφική του όρου έννοια και αυτό έχει δηλωθεί επανειλημμένα από την κυβέρνηση. Η συντριπτική πλειοψηφία των συνταγματολόγων σε όλες τις χώρες της Ευρώπης (και είχα την ευκαιρία αυτές τις μέρες να συζητήσω με πολλούς) θεωρεί ότι τα μέτρα είναι σύμφωνα με το Σύνταγμα. Ενδεχομένως κάποιο δικαστήριο να κρίνει διαφορετικά. Το Σύνταγμα όμως συνιστά ένα ενιαίο όλο με αντιφατικά δικαιώματα (ένα από τα σημαντικότερα προφανώς είναι το δικαίωμα στη δημόσια υγεία που άπτεται της ίδιας της ύπαρξης των διαμενόντων σε μια πολιτεία) και απαιτείται συνεχής και επιδέξια στάθμιση που είναι θέμα πραγματικών γεγονότων και δεδομένων σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και κυρίως κατανόησης της συνταγματικής λογικής. Το Σύνταγμα δεν διαβάζεται – τυγχάνει ερμηνείας, η οποία αποτελεί προσεκτική και ευαίσθητη διεργασία στάθμισης.
Ενόσω το κράτος δύναται να στηριχθεί στις διατάξεις του Συντάγματος που κατοχυρώνουν περιορισμούς για να αντιμετωπίζει την κατάσταση ανάγκης, θα πρέπει πάση θυσία να αποφεύγει την κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης δυνάμει του άρθρου 183 και την αναστολή δικαιωμάτων και να προσπαθεί με κάθε τρόπο όπως τα μέτρα που λαμβάνει, όσο και αν είναι ακραία ή πρωτοφανή, γίνονται κατ’ επίκληση των ίδιων των διατάξεων του Συντάγματος. Διότι αυτό αποστέλλει πρώτα απ’ όλα το ορθό μήνυμα. Ότι η κυβέρνηση εξακολουθεί να υπάγεται πλήρως στο Σύνταγμα, ότι το κράτος δικαίου εξακολουθεί να είναι κυρίαρχο και ότι το Σύνταγμα υπάρχει, όχι βέβαια απλώς και μόνο καταστάσεις ομαλότητας, αλλά κυρίως για τις καταστάσεις κρίσης.
Το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν αποπειράθηκε, όπως ούτε τα υπόλοιπα εμβληματικά δυτικά ευρωπαϊκά κράτη, να αναστείλει την ισχύ άρθρων που κατοχυρώνουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, είναι από τα λίγα πράγματα που μας κάνουν να έχουμε μια χαραμάδα ελπίδας αυτές τις δύσκολες στιγμές για την ανθεκτικότητα των δυτικών δημοκρατιών να μην διολισθαίνουν σε δικτατορικές λογικές: η συνειδητοποίηση ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα μπορεί να περιορίζονται προσωρινά όσο είναι απολύτως αναγκαίο και δικαιολογείται από την ανάγκη, αλλά πάντως δεν αναστέλλονται εκτός αν δεν υπάρχει καμιά άλλη επιλογή. Και κυρίως ότι το κάθε μέτρο που λαμβάνεται, ακόμα και σε περιόδους πρωτοφανούς κρίσης, πρέπει να αξιολογείται πάντοτε με βάση τον υπέρτατο σκοπό της ύπαρξης ατομικών δικαιωμάτων που είναι η ευημερία όλων των πολιτών, η στάθμιση μεταξύ των εκατέρωθεν αντιφατικών δικαιωμάτων τους, η διασφάλιση της ύπαρξης και συνέχειας του ίδιου του κράτους, η επιβολή περιορισμών σε δικαιώματα μόνο όταν αυτό είναι απολύτως αναγκαίο και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και κυρίως, η συνεχής επαναξιολόγηση των μέτρων ώστε αυτά να περιοριστούν και εξαλειφθούν όταν πια δεν είναι απολύτως αναγκαία.