Δικαστές και δικαστική εξουσία
Άρθρο του Δρ. Αχιλλέως Κ. Αιμιλιανίδη που δημοσιεύτηκε στη Δεξαμενή Νομικής Σκέψης "Κράτος Δικαίου"
Η δικαστική εξουσία αντιμετωπίζεται συχνά από το κοινό ως διαφορετική σε σχέση με την εκτελεστική ή τη νομοθετική, ως α-πολιτική και επαγγελματική. Αν και μπορεί να υπάρξει διάλογος κατά πόσο η κυρίαρχη εξουσία είναι η εκτελεστική ή η νομοθετική (είναι η εκτελεστική…), αναμφίβολα ουδείς θα μπορούσε πειστικά να ισχυριστεί ότι η δικαστική εξουσία είναι σημαντικότερη των άλλων δύο. Η δικαστική εξουσία είναι εκ της φύσης της ελεγκτική και εφαρμοστική, ούτε διαπλαστική όπως η νομοθετική εξουσία, αλλά ούτε και αποφασιστική όπως η εκτελεστική εξουσία. Η φύση της δικαστικής εξουσίας είναι να συνδράμει τις άλλες δύο, ερμηνεύοντας τους νόμους που θεσπίζει η Βουλή (η οποία σε αντίθεση με όσα διακηρύσσει κατά καιρούς το κυπριακό Ανώτατο Δικαστήριο – και σε συμφωνία με όσα συνιστούν κοινό τόπο σε άλλες χώρες – είναι ο μοναδικός αυθεντικός ερμηνευτής των νόμων) ή και εξετάζοντας τα άκρα όρια της δράσης της εκτελεστικής εξουσίας. Η σημασία της δικαστικής εξουσίας είναι αδιαμφισβήτητη και είναι εξαιρετικά μεγάλη, αλλά δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία γιατί επιμένουμε έντονα (και ορθά) ότι οι δικαστές πρέπει να είναι, μεταξύ άλλων ιδανικών, ανεξάρτητοι, αμερόληπτοι, διαβασμένοι, νουνεχείς και ακέραιοι, χωρίς να έχουμε αντίστοιχες απαιτήσεις από τις δύο άλλες (εκ των πραγμάτων σημαντικότερες) εξουσίες.
Η προσέγγιση αυτή μάλλον δείχνει τη δυσπιστία απέναντι στην πρακτική εφαρμογή των δυτικών δημοκρατιών παρά οτιδήποτε άλλο. Παρακινούμενοι από τις διδαχές του Σωκράτη και του Πλάτωνα αναζητούμε, τις περισσότερες φορές μάταια, τον επαΐοντα, ο οποίος θα ισοζυγίσει την επιπολαιότητα του πλήθους και την αυθαιρεσία της πλειοψηφίας και μετατρέπουμε τον δικαστή στο πρόσωπο που θα επαναφέρει μια συμπαντική ισορροπία χωρίς την οποία η δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργήσει. Στο κυπριακό μοντέλο δικαιοσύνης οι δικαστές είναι πάντοτε επαγγελματίες, εν μέρει λόγω της βρετανικής δυσανεξίας απέναντι στην πιθανότητα ημεδαπών ενόρκων κατά τη διάρκεια της αγγλοκρατίας και εν μέρει λόγω του μικρού πληθυσμού που μας καθιστούσε πιο επιφυλακτικούς απέναντι σε συστήματα στα οποία οι κάτοικοι των μικρών κυπριακών πόλεων θα καλούνταν να κρίνουν την αξιοπιστία των συγχωριανών τους. Επιπρόσθετα οι δικαστές διορίζονται – δεν εκλέγονται όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, σε εμβληματικές πολιτείες των ΗΠΑ. Στις ΗΠΑ, όπως και σε πολλές χώρες άλλωστε θεωρείται αυτονόητο πως ο Γενικός Εισαγγελέας εκλέγεται ή και είναι μέλος της κυβέρνησης διότι η κυβέρνηση αξιολογείται και για την επιτυχία της στις ποινικές διώξεις των οποίων ο εισαγγελέας προΐσταται. Ακόμα και οι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, του πλέον εμβληματικού όλων, έχουν συχνά προηγούμενη πολιτική εμπειρία και δεδομένα πολιτική στήριξη από ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα. Στην Κύπρο αντίθετα η πολιτικοποίηση του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα ή των δικαστών κατά κανόνα μας απωθεί, δείγμα μιας κοινωνίας που απογοητεύθηκε δικαιολογημένα από την πολιτική, τα κόμματα, αλλά και την ικανότητα των εκλεγμένων θεσμών να παράσχουν λύσεις στα καθημερινά προβλήματα και αναζητεί την εξισορρόπηση στην ανεξαρτησία του Γενικού Εισαγγελέα και των δικαστών από το πολιτικό σύστημα, στην ικανότητά τους να λειτουργήσουν ως αντίβαρο και ελπίδα απέναντι στην αδικία και τη σήψη.
Ομολογουμένως το κοινό δεν είχε πάντοτε τεράστιες απαιτήσεις από τους δικαστές. Τον 19ο αιώνα, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος του 20ου, οι δικαστές δεν αντιμετωπίζονταν καν ως πραγματική εξουσία, πέραν από το ρητορικό κατά βάση σχήμα, αλλά ως ένας ακόμα κλάδος επαγγελματικής διαχείρισης με σκοπό την επίλυση διαφορών. Οι πανεπιστημιακοί ασχολούνταν με τις αποφάσεις ως ερμηνευτικές του δικαίου, αλλά ελάχιστα με τους δικαστές. Στα περισσότερα ηπειρωτικά συστήματα δικαίου οι αποφάσεις κατά την βαρετή πρακτική που υιοθετεί και το ΔΕΕ υπογράφονται γενικά από το Δικαστήριο χωρίς να αναφέρονται στον συντάκτη τους και δεν περιλαμβάνουν καν χωριστά τις μειοψηφούσες ή συγκλίνουσες αποφάσεις. Ο δικαστής είναι ανώνυμος, ώστε η ενασχόληση να αφορά την απόφαση και όχι το πρόσωπο. Ακόμα και στο κοινοδίκαιο οι ίδιοι οι δικαστές αναφέρονταν στους εαυτούς τους με όρους κατά βάση τοπικού μάγου που ανακαλύπτει το δίκαιο όπως πάντα ερμηνευόταν (απλώς χωρίς να το ξέρει κανένας άλλος, εκτός από τον δικαστή την ώρα που ανακάλυψε την ερμηνεία του) ή που γνωρίζουν ποιος λέει την αλήθεια με βάση αόριστες έννοιες όπως ο μέσος λογικός άνθρωπος (ανεξαρτήτως αν ο ‘παράλογος άνθρωπος’ μπορεί να είναι ένας αδελφός δικαστής του ίδιου δικαστηρίου που καταλήγει σε διαφορετικά συμπεράσματα).
Σταδιακά όμως κατέστη σαφές πως η δικαστική εξουσία είναι εξουσία και πως τις αποφάσεις δεν τις εκδίδουν ανώνυμα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης, αλλά άνθρωποι. Ο διορισμός του Earl Warren, του πιο πετυχημένου κυβερνήτη της Καλιφόρνιας στην πιο σημαντική δικαστική έδρα της υφηλίου, του Προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ και οι τολμηρές αποφάσεις του Warren Court στην κατεύθυνση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 έφεραν παγκόσμια επανάσταση στον τρόπο προσέγγισης των δικαστών. Πλέον οι μισοί θέλουν δικαστές τολμηρούς, έως και ακτιβιστές, όπως ο Warren για να αντισταθούν στην αυθαιρεσία των άλλων δύο εξουσιών, ενώ οι άλλοι μισοί δικαστές που θα εφαρμόζουν την παλιά αρχή του δικαστικού αυτοπεριορισμού. Η ιδιότητα των δικαστών, ιδιαίτερα των ανώτερων, ως μη εκλεγμένων, έφερε στο προσκήνιο ερωτήματα ως προς τη νομιμοποίησή τους να λειτουργούν ως εξουσία σε ένα καθεστώς δημοκρατίας το οποίο στηρίζεται στη λαϊκή κρίση και ψήφο και φράσεις όπως ‘κράτων δικαστών’ να χρησιμοποιούνται ως πεδίο αντιδικίας για την έννοια του δημοκρατικού πολιτεύματος και των ορίων του στα δυτικά κράτη.
Οικονομικές παράμετροι οδήγησαν μοντέλα δικαιοσύνης όπως το αγγλικά να υφίστανται κατακραυγή για την αδυναμία τους να συντηρήσουν ένα επαρκώς στελεχωμένο δικαστηριακό σύστημα στις ποινικές δίκες και την μετατροπή των δικαστηρίων σε χώρους που απευθύνονται αποκλειστικά στους πλούσιους, διότι οι φτωχοί δεν έχουν τη δυνατότητα να προσέλθουν. Η πρόσβαση στη δικαιοσύνη όμως δεν είναι έννοια θεωρητική, αλλά αξιολογείται στη βάση πραγματικών κριτηρίων. Οι πλέον εύποροι δικηγόροι και δικαστές, όντας στο 1% του εγχώριου πληθυσμού από άποψη αποδοχών, λησμονούμε τις περισσότερες φορές ότι αυτό που είναι λογικό για μας δεν είναι κατ’ ανάγκη λογικό για κάποιον που δεν έχει να ζήσει, ότι ποσά που μπορεί να θεωρούμε μικρά για πολλούς είναι τεράστια. Μια δίκη σε χαμηλή κλίμακα είναι πιο σημαντική από μια αντίστοιχη δίκη σε υψηλή κλίμακα για εκείνον του οποίου κρίνεται η καθημερινή επιβίωση και μια ποινή φυλάκισης που δεν τηρεί τις αρχές της αναλογικότητας μπορεί να καταστρέψει την προσωπική υπόληψη και επαγγελματική σταδιοδρομία, αλλά και την οικογένεια κάποιου άλλου.
Ποια προσόντα πρέπει επομένως να έχει ο δικαστής; Ο περίφημος Richard Posner αναφέρει στο σύγγραμμά του How Judges Think ότι: «Οι δικαστές δεν είναι πνευματικοί γίγαντες, μάντεις ή υπολογιστικές μηχανές» και έχει δίκαιο. Το ζητούμενο είναι να είναι άνθρωποι που θα ασκήσουν τα καθήκοντά τους με ακεραιότητα, ευθύνη και σεβασμό. Πρωτίστως να νοιάζονται πραγματικά για να αποδώσουν δικαιοσύνη, να μελετούν τους νόμους και να προσπαθούν να τους ερμηνεύσουν χωρίς προκαταλήψεις, να θυμούνται ότι η υπόθεση είναι για κάποιους τουλάχιστον από τους διαδίκους σημαντική ενδεχομένως περισσότερο από όσο οι ίδιοι αντιλαμβάνονται, να προσπαθούν να εξηγούν τη συλλογιστική τους με τρόπο που να μπορεί να γίνει αντιληπτός από τους τρίτους σεβόμενοι τη σημασία και τις προσπάθειες όλων των άλλων μερών της δίκης και να είναι έντιμοι και αποτελεσματικοί.
Αλλά βέβαια το παρόν σύντομο σημείωμα δεν έχει στόχο να κλείσει τη συζήτηση…